IF MAKING MOVIES IS A CRIME, THEN CRIME IS MY BUSINESSBlogger Templates

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Επιστημονική φαντασία

 

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Επιστημονική φαντασία (science fiction), ή ΕΦ, είναι κατηγορία του ευρύτερου μυθοπλαστικού τομέα του φανταστικού στην οποία πιθανές μελλοντικές ή εναλλακτικές εξελίξεις στην επιστήμη, στην τεχνολογία ή στην κοινωνία κατέχουν κεντρικό ρόλο στην πλοκή ή στο σκηνικό όπου εκτυλίσσεται η αφήγηση. Είναι ωστόσο σύνηθες ένας κόσμος επιστημονικής φαντασίας να χρησιμοποιείται μόνο ως σκηνικό για την αφήγηση κάποιας πιο συμβατικής ιστορίας (π.χ. αστυνομικής). Συνηθισμένα αφηγηματικά μοτίβα που κατηγοριοποιούνται κατά σύμβαση ως ΕΦ είναι το ταξίδι στο χρόνο, επαφή με εξωγήινους πολιτισμούς, ευφυή ρομπότ,φαινόμενα Ψ, μελλοντική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, πιθανή κατάρρευση του πολιτισμού κλπ [1]. Πολλά είδη τέχνης (π.χ. η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος και τα κόμικς) έχουν κατά καιρούς βασιστεί στην επιστημονική φαντασία. Ο ορισμός της δεν είναι εύκολος καθώς τα όρια που τη διαχωρίζουν από παρεμφερή μυθοπλαστικά είδη, όπως το φάνταζυ (fantasy) ή ο τρόμος (horror fiction), είναι ρευστά και ακαθόριστα, αν και συνήθως η οποιαδήποτε εμφάνιση υπερφυσικού στοιχείου ή μαγείας ως πραγματικών και αληθών φαινομένων του αφηγηματικού κόσμου αποκλείει την κατηγοριοποίηση του έργου ως ΕΦ.
Ορισμοί
Η επιστημονική φαντασία ονομάστηκε έτσι κατά τη δεκαετία του 1930[2], αλλά ένας μοναδικός ορισμός της δεν έχει γίνει αποδεκτός ακόμα. Κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφοροι ορισμοί για την ΕΦ[3].
Σύμφωνα με το συγγραφέα Τζέιμς Μπλις "μία ιστορία επιστημονικής φαντασίας αποτελεί μία ιστορία δομημένη γύρω από ανθρώπινους χαρακτήρες, με ένα ανθρώπινο σενάριο και μία ανθρώπινη λύση, οι οποίες δεν θα μπορούσαν ποτέ να συμβούν χωρίς το επιστημονικό τους περιεχόμενο".
Ο συγγραφέας Ρόμπερτ Χαϊνλάιν όρισε την ΕΦ ως "ρεαλιστικό συλλογισμό σχετικό με πιθανά μελλοντικά συμβάντα, στέρεα βασισμένα πάνω στην επαρκή γνώση του πραγματικού κόσμου, του παρελθόντος και του παρόντος, καθώς και σε μία εκτενή κατανόηση της φύσης και της σπουδαιότητας της επιστημονικής μεθόδου".
Ο συγγραφέας και εκδότης Χιούγκο Γκέρνσμπακ έγραψε πως επιστημονική φαντασία είναι "ένα ελκυστικό αφήγημα εμπλουτισμένο με επιστημονικά δεδομένα και προφητική ενόραση".
Σύμφωνα με το συγγραφέα Ισαάκ Ασίμοφ "η σύγχρονη επιστημονική φαντασία αποτελεί το μοναδικό λογοτεχνικό είδος στο οποίο θίγονται συστηματικά και συνειδητά η φύση των αλλαγών που έρχονται, οι πιθανές επιπτώσεις και οι λύσεις τους. Η Ε.Φ. είναι εκείνο το λογοτεχνικό είδος το οποίο καταπιάνεται με την επίδραση της επιστημονικής προόδου στον άνθρωπο".
Ο Δημήτρης Αρβανίτης δίνει μία πιο πολύπλοκη ερμηνεία[4]: "Δεν είναι ένα λογοτεχνικό είδος με τη στενή έννοια του όρου, καθώς πήρε συγκεκριμένη μορφή στο δεύτερο τέταρτο του εικοστού αιώνα, από τη σύμμειξη πολλών διαφορετικών ειδών, από τις ουτοπίες ως τις διαστημικές περιπέτειες. Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ένας βασικός πυρήνας που αποτελείται από τα έργα που είτε φέρουν τον χαρακτηρισμό «ΕΦ», είτε αναγνωρίζονται αμέσως από τους αναγνώστες τους ως «ΕΦ»... Η ΕΦ είναι κατά μεγάλο μέρος δημιούργημα της αλληλεπίδρασης συγγραφέα-αναγνώστη... Από μια οπτική γωνία, το σημαντικότερο στοιχείο ενός κειμένου που χαρακτηρίζεται ΕΦ είναι η αναγνώριση της ρευστότητας του μέλλοντος και ο ενθουσιασμός που προκαλούν στον άνθρωπο οι προσπάθειες της επιστήμης να κατανοήσει το Σύμπαν μας... Επομένως έχουμε έναν όρο που σχετίζεται όχι με το περιεχόμενο ή τη μορφή, αλλά με την επίδραση του κειμένου, όπως ακριβώς μιλάμε και για «έργα τρόμου»".
Από την άλλη, ο συγγραφέας και εκδότης Ντέιμον Νάιτ όρισε την ΕΦ "οτιδήποτε στο οποίο δείχνουμε όταν λέμε επιστημονική φαντασία"[5], υπονοώντας πιθανώς πως ένας πραγματικός ορισμός είναι άχρηστος και αδιάφορος.

 

Ιστορική αναδρομή

 

19ος αιώνας - Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Η λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας, γέννημα της νεωτερικότητας και της βικτοριανής εποχής, ξεπήδησε κατά το 19ο αιώνα από το ιδιόρρυθμο γοτθικό μυθιστόρημα Φρανκενστάιν (1818) της Μαίρη Σέλλεϋ (1797- 1851), το οποίο πρωτοτυπούσε αντλώντας τρόμο από υποτιθέμενα μοντέρνα επιστημονικά επιτεύγματα: ένας νεαρός Ελβετός επιστήμονας σχηματίζει ένα ανθρώπινο σώμα από απομεινάρια άλλων και του εμφυσά ζωή με ένα ηλεκτρικό σοκ[6]. Τα σκοτεινά γραπτά του Έντγκαρ Άλαν Πόε[6], η επιστημονική προσέγγιση του Ιουλίου Βερν (1828 - 1905) στη μυθοπλασία[6], καθώς και ο επαναπροσδιορισμός των αρχαίων μυθολογικών παραδόσεων ως μοντέρνο πεζογραφικό ρεύμα από το Λόρδο Ντάνσανι, σχηματοποίησαν σταδιακά τη μορφή του φανταστικού καθ' όλο το υπόλοιπο του 19ου αιώνα και το ξεχώρισαν τελικά από το γοτθικό μυθιστόρημα, ένα παλαιότερο υβρίδιο του τρόμου και του ρομαντισμού.
Μέχρι περίπου το 1900 οι διακριτές κατηγορίες του φανταστικού είχαν εμφανιστεί και, ανάμεσα τους, η επιστημονική φαντασία. Χάρη στα έργα του Ιουλίου Βερν, όπως τα γνωστά Ταξίδι στο κέντρο της Γης (1864), Από τη Γη στη Σελήνη (1865) και 20000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα (1873), η ΕΦ είχε οριοθετηθεί ως έγκυρο λογοτεχνικό είδος. Σε αυτό το κλίμα εμφανίζεται ο Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς (1866 - 1946), τα βιβλία του οποίου, μέσα από μια ψύχραιμη ματιά και εκφραστικά προσεγμένη γραφή, καθιερώνουν τα θεμελιώδη, σχεδόν αρχετυπικά θεματολογικά μοτίβα του χώρου[1]: στη Μηχανή που ταξιδεύει στο χρόνο (1895) κεντρική ιδέα είναι μία χρονομηχανή και η περιγραφή μελλοντικών κοινωνιών, στο Νησί του Δόκτωρ Μορώ (1896) συζητείται η ηθική της βιοτεχνολογίας, στον Αόρατο Άνθρωπο (1897) εξερευνάται επιστημονικά η ιδέα της αορατότητας, ενώ στον Πόλεμο των Κόσμων (1898) εξετάζεται συστηματικά η απειλή εκ μέρους ενός εξωγήινου πολιτισμού. Έτσι, δικαίως θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης Ε.Φ., μιας και οι περισσότερες ιδέες, πάνω στις οποίες βασίστηκαν οι μετέπειτα συγγραφείς του χώρου, πρωτοπαρουσιάστηκαν στα διηγήματά του.
Στις αρχές του 20ου αιώνα και ως περίπου την έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η επιστημονική φαντασία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στις ΗΠΑ μέσα από "φθηνά" περιοδικά μαζικής παραγωγής, στα οποία επικρατούσαν τα θέματα του διαστημικού ταξιδιού και των υπερηρώων[2]. Έτσι γεννήθηκε η διαστημική όπερα, η οποία έδινε έμφαση σε μεγάλης κλίμακας διαπλανητικές πολεμικές συγκρούσεις του μέλλοντος και είχε έναν εξερευνητικό και περιπετειώδη χαρακτήρα[7]. Ιδιαίτερη ήταν η παραμυθένια, αισιόδοξη και τεχνοκρατική γραφή της δεκαετίας του ‘30, με διασημότερο εκφραστή το Χιούγκο Γκέρνσμπακ[2]. Σε ένα εντελώς διαφορετικό ύφος ο διακεκριμένος συγγραφέας και διανοούμενος Άλντους Χάξλεϊ εκδίδει το 1932 το Θαυμαστό καινούργιο κόσμο, ένα δυστοπικό μυθιστόρημα που έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για τις επικίνδυνες νέες τεχνολογίες και, αν και ουσιαστικά ΕΦ, αγαπήθηκε από την κριτική ως έργο συμβατικής λογοτεχνίας. Ο Γερμανός σκηνοθέτης Φριτς Λανγκ είχε δείξει από το 1927 τον κίνδυνο του ολοκληρωτισμού, αλλά και τις δυνατότητες της ΕΦ στον κινηματογράφο, με την ταινία Μετρόπολις. Ταυτόχρονα η συμβατική λογοτεχνία άφηνε το ρεαλισμό για χάρη του μοντερνισμού, χωρίς η εξέλιξη αυτή να αγγίξει το τότε θεωρούμενο «υποδεέστερο» από τους λογοτεχνικούς κύκλους[2] φανταστικό.

 

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος - Δεκαετία του '70

Μετά τον πόλεμο αναδείχτηκε μια νέα γενιά συγγραφέων με ανεπτυγμένες συγγραφικές δεξιότητες (ανάμεσά τους ο Ισαάκ Ασίμοφ, ο Άρθουρ Κλαρκ, ο Ρέι Μπράντμπερι και ο Ρόμπερτ Χαϊνλάιν), η οποία σήμανε την επιστροφή στο ρεαλισμό και έδινε έμφαση στην ποιοτική βελτίωση της γραφής, στο συγκρατημένο μελλοντολογικό προβληματισμό και σε θέματα όπως η εξερεύνηση του Γαλαξία, η επαφή με πολιτισμένα εξωγήινα όντα και η αντίδραση της κοινωνίας απέναντι σε πιθανές νέες εφευρέσεις και ανακαλύψεις (π. χ. ρομπότ, ατομική ενέργεια, διαπλανητικά ταξίδια κλπ)[2]. Οι συγγραφείς της εποχής συχνά είχαν στιβαρό επιστημονικό υπόβαθρο και στόχος τους ήταν η εύλογη ενόραση για το τεχνολογικό μέλλον της Ανθρωπότητας, αλλά ταυτόχρονα οι ιστορίες τους αντανακλούσαν κοινωνικές ζυμώσεις και αναζητήσεις των καιρών τους. Συχνά δανείζονταν μοτίβα πλοκής από την αστυνομική λογοτεχνία ή από άλλα είδη και τα προσάρμοζαν στο σκηνικό ΕΦ που είχαν χτίσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η τριλογία της Γαλαξιακής Αυτοκρατορίας του Ισαάκ Ασίμοφ και τα "ρομποτικά" διηγήματα του ιδίου, στις αρχές της δεκαετίας του ‘50.
Ένα ξεχωριστό βιβλίο που εκδόθηκε το 1949 και ακολουθούσε την παράδοση του Θαυμαστού καινούργιου κόσμου ήταν το 1984, του δημοσιογράφου και συγγραφέα Τζορτζ Όργουελ. Επρόκειτο για την εφιαλτική περιγραφή ενός δυστοπικού μελλοντικού κόσμου που επιχειρούσε να αναδείξει τα δεινά που επιφέρει ο ολοκληρωτισμός. Όπως και το μυθιστόρημα του Χάξλεϊ, το 1984 εκτιμήθηκε και διαδόθηκε και εκτός των ορίων του κοινού της ΕΦ[8].
Αυτό τον καιρό οριστικοποιείται η κοινότητα της επιστημονικής φαντασίας (κατά κύριο λόγο στις ΗΠΑ), αποτελούμενη από συγγραφείς, εκδότες και αναγνώστες και επικεντρωμένη σε περιοδικές εκδόσεις που δημοσιεύουν πρώτες τα νέα διηγήματα των διασημότερων συγγραφέων του είδους. Η κοινότητα αυτή εν πολλοίς είναι ένα απομονωμένο "γκέτο" που διακρίνεται με σχεδόν αδιαπέραστα στεγανά από τη συμβατική μυθοπλασία[2]. Όσον αφορά όμως τις υπόλοιπες κατηγορίες του φανταστικού υπήρχε κάποια επικάλυψη, με συγγραφείς ΕΦ που έγραφαν και τρόμο ή φάνταζυ[2]. Παράλληλα η ΕΦ διεισδύει ευρύτερα και σε άλλα μέσα πλην του γραπτού λόγου, με τα αμερικανικά κόμικς υπερηρώων της εποχής να δανείζονται σκηνικά και μοτίβα από την επιστημονική φαντασία, ενώ την ίδια στιγμή μία πλειάδα σχετικών κινηματογραφικών παραγωγών, κυρίως αμερικανικών και αγγλικών, εμφανίζονται κατά τη δεκαετία του '50. Οι περισσότερες ήταν β' διαλογής ταινίες, υβρίδια τρόμου και ΕΦ. Κάποιες που ξεχώρισαν για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ήταν ο Απαγορευμένος πλανήτης, H ώρα των Τριφίδων και το Χωριό των καταραμένων.
Ιδιαίτερη περίπτωση αποτέλεσε ο Φίλιπ Ντικ, ο οποίος ξεκίνησε μία αντισυμβατική συγγραφική καριέρα κατά τη δεκαετία του '50 η οποία απογειώθηκε μετά το 1962 και τη βράβευση του για το μυθιστόρημα του Ο Άνθρωπος στο Ψηλό Κάστρο. Ο Ντικ έδωσε έμφαση σε πιο ρεαλιστικούς και καθημερινούς ήρωες αναμεμειγμένους σε πιο παράδοξες καταστάσεις. Η θεματολογία του επεκτάθηκε και άγγιξε τη φιλοσοφία: υφή της πραγματικότητας, γνωσιολογικός σκεπτικισμός, μεταφυσική, έννοια της συνείδησης, κρατική βία, υποκειμενική πρόσληψη του κόσμου. Η αφήγηση του έγινε αντισυμβατική, κατακερματισμένη, βασανιστική. Ιδιαίτερης σημασίας είναι επίσης και ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, ένας μοντερνιστής και αβάν γκαρντ μπίτνικ συγγραφέας της εποχής, κάποια έργα του οποίου φλερτάρουν με την επιστημονική φαντασία και πράγματι θα επηρεάσουν συγγραφείς του φανταστικού στο μέλλον.
Tο 1965 εκδόθηκε το μυθιστόρημα Ντιουν του δημοσιογράφου Φρανκ Χέρμπερτ (αφού πρώτα δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Astounding Science Fiction)[9], το οποίο αν και διαδραματιζόταν στο απώτατο μέλλον, σε ένα Γαλαξία αποικισμένο από τους Ανθρώπους και πλημμυρισμένο με παράξενα μηχανήματα, δεν έδινε έμφαση στις θετικές επιστήμες αλλά στην κοινωνιολογία, στη φιλοσοφία, στην οικολογία και στην ψυχολογία –στις «ήπιες επιστήμες»[7]. Παράλληλα αποτελούσε εξέλιξη της διαστημικής όπερας και συνέχιζε την παράδοση της περιγραφής μίας επικών διαστάσεων ιστορίας σε έναν απόλυτα αυτοσυνεπή, φανταστικό κόσμο, παράδοση που είχε ξεκινήσει μεταπολεμικά (σε τόσο μεγάλο βαθμό τουλάχιστον) το μυθιστόρημα φάνταζυ Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, του φιλολόγου Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν. Προκειμένου να τονιστεί η αντίθεση με τις ως τότε καθιερωμένες φόρμες, προτάθηκε ο όρος «ήπια ΕΦ»[7] για να περιγραφούν τα εγχειρήματα τύπου Ντιουν, σε αντίθεση με τη «σκληρή ΕΦ» του παλαιότερου κύριου ρεύματος η οποία επικεντρωνόταν στις θετικές επιστήμες.
Ταυτόχρονα η επιρροή της ΕΦ εκτός λογοτεχνίας αυξάνεται όλο και περισσότερο, με αποκορύφωμα το 1968 που κυκλοφορούν δύο κινηματογραφικές μεταφορές μυθιστορημάτων ΕΦ με μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία: το 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, βασισμένο σε βιβλίο του Άρθουρ Κλαρκ που γραφόταν ταυτόχρονα με το σενάριο της ταινίας, και ο Πλανήτης των πιθήκων, με πρωταγωνιστή το διάσημο ηθοποιό του Χόλιγουντ Τσάρλτον Ίστον. Την ίδια στιγμή στην αμερικανική τηλεόραση αρχίζει να προβάλλεται η εβδομαδιαία σειρά Σταρ Τρεκ, μία ώριμη διαστημική όπερα που αποκτά φανατικό κοινό, ενώ τα ιαπωνικά κόμικς μάνγκα αρχίζουν όλο και περισσότερο να βασίζονται στην αισθητική και τη θεματολογία του χώρου. Σύντομα η ΕΦ εξαπλώνεται και στα κόμικς της Δύσης πέρα από τις συνηθισμένες ιστορίες υπερηρώων, οπότε αποκτά ευρύτερη φήμη και αναγνώριση.
Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960 η ΕΦ, έχοντας ήδη επηρεαστεί από συγγραφείς τύπου Ντικ, Μπάροουζ ή Χέρμπερτ, μεταλλάχτηκε περαιτέρω υπό την επίδραση της αντικουλτούρας και του ριζοσπαστικού, αντικαθεστωτικού κλίματος της εποχής. Έτσι εμφανίστηκε το "Νέο Κύμα" της επιστημονικής φαντασίας, εκφραζόμενο από το Χάρλαν Έλισον, τον Τζέιμς Μπάλαρντ, την Ούρσουλα Λε Γκεν, το Ρότζερ Ζελάζνυ και άλλους[7]. Η γενιά αυτή καταφέρθηκε εναντίον της άκρατης τεχνολογικής εξέλιξης, στράφηκε στα ρεαλιστικά προβλήματα της Γης του άμεσου μέλλοντος, παρουσίασε μία εγγενή απαισιοδοξία και συμμερίστηκε την οργή των νέων απέναντι στις απαρχαιωμένες δομές της κοινωνίας, ενώ αναζητούσε τη λογοτεχνική καταγωγή της περισσότερο στις κοινωνικές δυστοπίες του Χάξλεϊ και του Όργουελ παρά στους αστραφτερούς κόσμους του Κλαρκ και του Ασίμοφ. Επιπλέον ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα –ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό– για την καλλιέργεια των εκφραστικών μέσων, για την όμορφη πρόζα και για την κατάρριψη των φραγμάτων μεταξύ της ΕΦ και της συμβατικής λογοτεχνίας[7]. Φυσικά οι αλλαγές αυτές δεν υποσκέλισαν το κύριο ρεύμα της σκληρής ΕΦ που συνέχισε να τροφοδοτεί την κοινότητα με βιβλία όπως Ακόμα και οι Θεοί (1972) του Ασίμοφ,Ραντεβού με τον Ράμα (1972) του Κλαρκ κλπ.

 

Δεκαετία του '70 - Σήμερα

Στις αρχές της δεκαετίας του '70 η κινηματογραφική ΕΦ αποκτά νέα ώθηση με μία πληθώρα νέων και αξιόλογων παραγωγών, πολλές από τις οποίες βασίζονταν σε προγενέστερα μυθιστορήματα ή διηγήματα: Σόιλεντ Γκριν (1973), Ζάρντοζ (1974), Σολάρις (1972) κλπ. Όμως μία σειρά από εξαιρετικά επιτυχημένες ταινίες στα τέλη της δεκαετίας είναι που θα κάνουν το είδος πρώτο στις κινηματογραφικές εισπράξεις: Στενές επαφές τρίτου τύπου του Στίβεν Σπίλμπεργκ (1977), Μαντ Μαξ του Τζορτζ Μίλερ (1979), Alien του Ρίντλεϊ Σκοτ(1979) και, πάνω απ' όλα, Ο Πόλεμος των Άστρων του Τζορτζ Λούκας. Το τελευταίο ήταν μία παραμυθένια διαστημική όπερα που έμοιαζε με τις ιστορίες του Μεσοπολέμου, μακριά από τους προβληματισμούς του Νέου Κύματος αλλά και από την επιστημονική ακρίβεια της σκληρής ΕΦ. Αν και το Σταρ Τρεκ είχε σταματήσει από καιρό, η επιτυχία του Πολέμου των Άστρων οδηγεί σε μία πλειάδα νέων αμερικανικών τηλεοπτικών σειρών, κυρίως από το χώρο της διαστημικής όπερας (π. χ. Battlestar Galactica). Παράλληλα ο Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι και ο Μόμπιους κυκλοφορούν Το Ινκάλ, μία επηρεαστική σειρά κόμικς που διαδραματίζονται σε ένα ιδιόρρυθμο, σχεδόν σουρεαλιστικό σύμπαν διαστημικής όπερας. Η προεργασία για το Ινκάλ είχε γίνει ήδη από το 1975, όταν ο Γιοντορόφσκι προέβη σε μία αποτυχημένη προσπάθεια κινηματογραφικής διασκευής του Ντιουν.
Την ίδια περίοδο η επανάσταση των μικροϋπολογιστών, περί τα μέσα του ‘70, έκανε την υψηλή τεχνολογία προσιτή από οικονομική και πρακτική άποψη. Εμφανίστηκαν περιθωριακές κοινότητες που δε διαμορφώθηκαν από μουσικές, πολιτικές ή αισθητικές προτιμήσεις, αλλά από την ενασχόληση τους με τα ψηφιακά συστήματα και τα υπολογιστικά ή τηλεφωνικά δίκτυα πληροφοριών. Το αποτέλεσμα είναι στα τέλη της δεκαετίας του ’70 να εμφανιστεί το ρεύμα του κυβερνοπάνκ, με εκπροσώπους συγγραφείς όπως ο Μπρους Στέρλινγκ και ο Γουίλιαμ Γκίμπσον[10]. Το κυβερνοπάνκ συνέχισε την παράδοση του Νέου Κύματος σχετικά με τη στροφή στη Γη του κοντινού μέλλοντος με σκοπό να υποδείξει τους κινδύνους και τις προοπτικές που ενείχαν η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η μεταβιομηχανική κοινωνία και η διαρροή επίκαιρης υψηλής τεχνολογίας (κυρίως βιοτεχνολογίας και προϊόντων της επιστήμης υπολογιστών) στο ευρύ κοινό. Για την περιγραφή του νέου ρεύματος προέκυψε σύντομα ο όρος κυβερνοπάνκ, ο οποίος ένωνε τον κόσμο της πληροφορικής και της κυβερνητικής με περιθωριακές σκηνές οργανωμένης αμφισβήτησης όπως οι πανκ, καθώς στα περισσότερα έργα του ρεύματος πρωταγωνιστούσαν αντιήρωες και παράνομοιχάκερ του μέλλοντος. Η διεθνής αναγνώριση του κινήματος έφτασε τελικά το 1984 όταν το κυβερνοπάνκ μυθιστόρημα Νευρομάντης, του Γκίμπσον, κέρδισε τα βραβεία Nebula, Hugo και Philip K. Dick, δύο έτη μετά την προβολή του Μπλέιντ Ράνερ, μίας κινηματογραφικής ταινίας του Ρίντλεϊ Σκοτ η οποία βασιζόταν σε μυθιστόρημα του Φίλιπ Ντικ και κατόρθωνε να οπτικοποιήσει το νέο ρεύμα[4]. Ο έμφυτος μεταμοντερνισμός στη γραφή του Γκίμπσον[4] και η νουάρ αισθητική του θα κάνουν την ΕΦ, ίσως για πρώτη φορά, αντικείμενο διεξοδικών λογοτεχνικών αναλύσεων.
Παράλληλα με την εμφάνιση του κυβερνοπάνκ γνωρίζει αναβίωση και η λογοτεχνική διαστημική όπερα στις αρχές της δεκαετίας του '80, μία αναβίωση η οποία συνεχίζεται ως σήμερα. Σε αυτή τη νέα μορφή της είναι επηρεασμένη από το κυβερνοπάνκ, με ένα χαρακτήρα πιο σκοτεινό, μεγάλη επιστημονική ακρίβεια, εστίαση σε νέες τεχνολογίες και έμφαση στην ανάπτυξη χαρακτήρων. Συγγραφείς του χώρου, οι περισσότεροι Βρετανοί, είναι ο Πίτερ Χάμιλτον, ο Τζον Χάρισον, ο Στίβεν Μπάξτερ κλπ. Νέες ιδέες και αξιοσημείωτες μελλοντικές τεχνολογίες, οι οποίες τώρα βρίσκονται σε ερευνητικό στάδιο, κάνουν την εμφάνιση τους στην επιστημονική φαντασία, όπως η νανοτεχνολογία, η τεχνητή νοημοσύνη ή η έννοια της τεχνολογικής μοναδικότητας (singularity) η οποία τώρα αποκρυσταλλώνεται. Υπό αυτές τις συνθήκες, αλλά και μετά τη μνημειώδη επιτυχία του Πολέμου των Άστρων, το Σταρ Τρεκ αναγεννιέται, πρώτα ως σειρά κινηματογραφικών ταινιών και μετά ως μία νέα τηλεοπτική σειρά τοποθετημένη στο ίδιο σύμπαν με την παλιά. Παράλληλα οι ταινίες ΕΦ του Χόλιγουντ, όπως ο Εξολοθρευτής του Τζέιμς Κάμερον ή ο Ρόμποκοπ του Πολ Βερχόφεν μετατρέπουν το είδος σε ακρογωνιαίο λίθο της ποπ κουλτούρας. Τη δεκαετία του '90 η αγορά της τηλεοπτικής επιστημονικής φαντασίας θα εκραγεί με ποικίλες σειρές υψηλής ποιότητας που αποκτούν διεθνώς φανατικό κοινό (π. χ. Babylon 5, Γη 2, Σίκουεστ, The X-Files κλπ). Μετά τη μεγάλη επιτυχία της ταινίας Μάτριξ το 1999, το κυβερνοπάνκ αλλά και η εικονική πραγματικότητα, ιδέα που έχει εξερευνηθεί κατά κόρον στην επιστημονική φαντασία υπό διάφορες οπτικές γωνίες, διαδίδονται ευρύτερα.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 από την ευρύτερη επικράτεια του κυβερνοπάνκ ξεπήδησε το ατμοπάνκ (steampunk), ένα λογοτεχνικό ρεύμα το οποίο έχει λιγότερο εμφανή δυστοπικό χαρακτήρα και το σκηνικό της ιστορίας τοποθετείται όχι στο κοντινό μέλλον αλλά σε έναν εναλλακτικό δέκατο ένατο αιώνα· μετά τη βιομηχανική επανάσταση αλλά πριν την εξάπλωση της ηλεκτροδότησης. Η τεχνολογία στους ατμοπάνκ κόσμους είναι συνήθως πιο προηγμένη σε σχέση με την πραγματική τεχνολογία της εποχής αλλά, ελλείψει ηλεκτρονικών, βασίζεται στη δύναμη του ατμού και των κουρδιστών μηχανισμών, όπως πράγματι γινόταν τότε. Κατά τα άλλα, η κοινωνία, η αισθητική και η ατμόσφαιρα συνήθως αντανακλούν επακριβώς τις συμβάσεις του βικτοριανού κόσμου. Το ατμοπάνκ εμφανίστηκε όταν κάποιοι συγγραφείς άρχισαν συνειδητά να μιμούνται τα πρώιμα έργα ΕΦ που γράφτηκαν πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εμβολιάζοντας τα όμως με δόσεις του πολύ επίκαιρου κυβερνοπάνκ. Ορισμένοι μάλιστα πειραματίστηκαν τοποθετώντας το σκηνικό των ιστοριών τους ακόμη πιο πίσω χρονικά, συχνά στον Μεσαίωνα, διατηρώντας όμως την τεχνολογία του ατμού και των κουρδιστών μηχανισμών ως κεντρικούς πυλώνες του κόσμου τους. Μετά το 1990 το ατμοπάνκ άρχισε να απομακρύνεται από τις κυβερνοπάνκ ρίζες του· η αισθητική και τα μοτίβα του άρχισαν να χρησιμοποιούνται ακόμη και σε έργα φάνταζυ και να τοποθετούνται δίπλα-δίπλα με τα υπερφυσικά και μαγικά στοιχεία που αφθονούν στο είδος αυτό.
Μια άλλη παράλληλη εξέλιξη η οποία εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είναι το μετακυβερνοπάνκ (postcyberpunk), ένα σύνολο έργων με εμφανή κυβερνοπάνκ χαρακτήρα αλλά με κεντρικούς ήρωες που επιχειρούν συνειδητά να βελτιώσουν το τρέχον κοινωνικοπολιτικό καθεστώς, ή έστω να το διατηρήσουν και να αποτρέψουν περαιτέρω παρακμή του (π. χ. τα μυθιστορήματα του Νιλ Στίβενσον). Οι πρωταγωνιστές συνήθως είναι πιο ενεργά και σεβαστά μέλη της κοινωνίας σε σχέση με τους περιθωριακούς παρανόμους του Γκίμπσον, ενώ οι νέες τεχνολογίες του εικοστού πρώτου αιώνα παρουσιάζονται λιγότερο αλλοτριωτικές και υπό ένα θετικότερο πρίσμα. Ταυτόχρονα το κυβερνοπάνκ αναμείχθηκε με πιο παραδοσιακές μορφές του φανταστικού σε διάφορα αφηγηματικά μέσα (μυθιστορήματα, διηγήματα, κινηματογραφικές ταινίες,βιντεοπαιχνίδια, παιχνίδια ρόλων, μουσικούς δίσκους κλπ) και έπαψε να είναι ένα πρωτοποριακό καλλιτεχνικό γκέτο. Στην αυγή του νέου αιώνα αποτελούσε μία προεξάρχουσα μορφή επιστημονικής φαντασίας, όχι τόσο διακριτή πλέον αλλά επηρεαστική όσο λίγες.

 

Υποκατηγορίες

 

1. Σκληρή επιστημονική φαντασία

2. Ήπια επιστημονική φαντασία

3. Νέο Κύμα (επιστημονική φαντασία)

4. Διαστημική όπερα

5. Μεταποκαλυπτική μυθοπλασία

6. Εναλλακτική ιστορία

7. Κυβερνοπάνκ / Ατμοπάνκ

Το κυβερνοπάνκ (cyberpunk) είναι ένα λογοτεχνικό ρεύμα επιστημονικής φαντασίας το οποίο εμφανίστηκε στα γραπτά ενός κύκλου Αμερικανών συγγραφέων κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και επικράτησε στο χώρο ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Χαρακτηρίζεται από αναφορές στον υπόκοσμο της υψηλής τεχνολογίας του άμεσου μέλλοντος, επικεντρωμένης σε προϊόντα πληροφορικής, τηλεπικοινωνιών και γενετικής, σε ένα συνήθως δυστοπικό, μεταβιομηχανικό κοινωνικό σκηνικό.
Ιστορικό
Πρόγονοι του κυβερνοπάνκ μπορούν να ανιχνευθούν στα σκοτεινά γραπτά του Φίλιπ Ντικ, όπου η πραγματικότητα είναι ρευστή, οι μηχανές νοήμονες και το κοινωνικό καθεστώς απολυταρχικό, και σχεδόν σε κάθεδυστοπία που γράφτηκε κατά τον 20ο αιώνα. Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, ο Χάρλαν Έλισον και ο Άλφρεντ Μπέστερ συνήθως θεωρούνται προγενέστεροι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας με θεματολογία που ταιριάζει στις νόρμες του κυβερνοπάνκ, ενώ όλο το Νέο Κύμα της δεκαετίας του '60 και του '70 παρουσίασε χαρακτηριστικά που κατόπιν θεωρήθηκαν θεμελιώδη στοιχεία του είδους: πεσιμισμός, κριτική στάση απέναντι στηντεχνολογία, θεματική στροφή στη Γη του κοντινού μέλλοντος.
Έτσι το κυβερνοπάνκ δεν προέκυψε από παρθενογένεση αλλά από μία εμφανή προϋπάρχουσα τάση στην κοινότητα της επιστημονικής φαντασίας. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του '70 η τάση αυτή ενσωμάτωσε δύο νέα χαρακτηριστικά: τη διάδοση των, καινοτόμων τότε, μικροϋπολογιστών στην αμερικανική κοινωνία, συνοδευόμενη από υποκουλτούρες όπως αυτή των χάκερ ή των φρίκερ, καθώς και το αντικαθεστωτικό ξέσπασμα του πανκ κινήματος. Στον Καναδά και στις ΗΠΑ μία ομάδα ανήσυχων, μποέμ διανοούμενων συγγραφέων όπως ο Ουίλιαμ Γκίμπσον, ο Τομ Μάντοξ, ο Τζον Σίρλεϊ και ο Μπρους Στέρλινγκ, μεγαλωμένοι με τα γραπτά τωνμπίτνικ και τα προστάγματα της αντικουλτούρας και του αντεργκράουντ της δεκαετίας του '60, ανέμειξαν αυτές τις τάσεις σε ένα καινούργιο μείγμα και τις συνδύασαν με αφηγηματικές μεθόδους καταγόμενες από τηνουάρ και τη μεταμοντέρνα λογοτεχνία.
Ως το 1980 το κυβερνοπάνκ είχε με αυτόν τον τρόπο γεννηθεί, αποτελώντας τη νέα, ριζοσπαστική τάση της επιστημονικής φαντασίας και μετεξέλιξη του Νέου Κύματος. Εκείνη τη χρονιά γράφτηκε το διήγημαΚυβερνοπάνκ του Μπρους Μπέθκε και τρία έτη μετά ο τίτλος του υιοθετήθηκε ως δηλωτικό όλου του νέου ρεύματος από τον Gardner Dozois, αρχισυντάκτη του αμερικανικού περιοδικού Ιsaac Asimov's Science Fiction Magazine. Επιπλέον, ήδη από το 1982, η κινηματογραφική ταινία Μπλέιντ Ράνερ του Ρίντλεϊ Σκοτ, βασισμένη σε μυθιστόρημα του Φίλιπ Ντικ, κατόρθωσε να οπτικοποιήσει τα θεμελιώδη κυβερνοπάνκ στοιχεία και προβληματισμούς και να αποτυπώσει ένα νέο όραμα για το μέλλον. Το 1984 εκδόθηκε ο Νευρομάντης του Γκίμπσον, το καθοριστικότερο κυβερνοπάνκ μυθιστόρημα, το οποίο κέρδισε τα τρία σπουδαιότερα βραβεία επιστημονικής φαντασίας και έφερε το νέο ρεύμα για τα καλά στο προσκήνιο. Το 1988 εμφανίστηκε το άνιμε Ακίρα εξ Ιαπωνίας, με καθαρά κυβερνοπάνκ προσανατολισμό, ενώ ήδη η σύντομη τηλεοπτική σειράMax Headroom από τη Μεγάλη Βρετανία είχε διαδώσει ακόμα περισσότερο το είδος.
Κατά τη δεκαετία του '90 το κυβερνοπάνκ έσπασε οριστικώς τα λογοτεχνικά σύνορα αλλά, παράλληλα, έχασε γρήγορα την αίγλη του. Οι τεχνολογίες των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των τηλεπικοινωνιών και της γενετικής, από κοινού με την παγκοσμιοποίηση και τη μόλυνση του περιβάλλοντος, προχωρούσαν πλέον τόσο γοργά και αναμειγνύονταν με την καθημερινή ζωή σε διεθνές επίπεδο τόσο πολύ που το τυπικό αφηγηματικό σκηνικό του κυβερνοπάνκ, κάποτε κλεφτή ματιά στο κοντινό μέλλον, έμοιαζε συνηθισμένο και απομυθοποιημένο. Ωστόσο το κυβερνοπάνκ δεν εξαφανίστηκε, απλώς έχασε τον αυτοτελή χαρακτήρα του επηρεάζοντας όμως βαθύτατα σχεδόν κάθε έκφανση του φανταστικού.
Χαρακτηριστικά
Τα μυθιστορήματα και διηγήματα που χαρακτηρίζονται κυβερνοπάνκ συνήθως εκτυλίσσονται στη Γη του κοντινού μέλλοντος, σε έναν μεταβιομηχανικό υπερκαπιταλιστικό κόσμο όπου τα ταξικά χάσματα, ηπαγκοσμιοποίηση και η μόλυνση του περιβάλλοντος έχουν φτάσει στον μέγιστο βαθμό. Η ιστορία δανείζεται στοιχεία από τη νουάρ αστυνομική λογοτεχνία και τον μεταμοντερνισμό, επικεντρωμένη σε πρωταγωνιστές από το κοινωνικό περιθώριο, τον υπόκοσμο ή τις τεχνολογικές υποκουλτούρες (π.χ. χάκερ ή μισθοφόροι). Για τους αντιήρωες αυτούς η υψηλή τεχνολογία αποτελεί καθημερινότητα, το περιβάλλον στο οποίο κινούνται, και όχι ερευνητική δραστηριότητα.
Συνηθισμένα μοτίβα του κυβερνοπάνκ, και βασικά δομικά συστατικά της ταυτότητας του, είναι οι περιθωριοποιημένοι άνθρωποι σε πολιτιστικά συστήματα αυξημένης τεχνολογικής ανάπτυξης, όπου κάποια εξουσία (μία τυραννική κυβέρνηση, μία ομάδα από ισχυρές πολυεθνικές επιχειρήσεις ή μία φονταμενταλιστική θρησκεία) καταπιέζει τους πολίτες. Αυτή η εξουσία διατηρεί τη θέση της με τη βοήθεια της τεχνολογίας, συνήθως της τεχνολογίας πληροφοριών (υπολογιστές, ΜΜΕ) ή της προηγμένης γενετικής μηχανικής. Οι περισσότεροι δέχονται ευχαρίστως επεμβάσεις στο σώμα τους όπως προσθετικά άκρα, κλωνοποιημένα όργανα, εμφυτευμένα ηλεκτρονικά κυκλώματα, αισθητική χειρουργική ή γενετικές μεταλλάξεις. Ακόμα σημαντικότερη είναι η επέμβαση στο μυαλό: άμεση διασύνδεση του εγκεφάλου με υπολογιστές σε πλασματικά ψηφιακά περιβάλλοντα που αντικαθιστούν τις φυσιολογικές αισθήσεις, τεχνητή νοημοσύνη, χειραγώγηση του νευρικού συστήματος, συνθετικά ψυχοτρόπα ναρκωτικά και, όχι σπάνια, ένα παγκόσμιο δίκτυο πληροφοριών εικονικής πραγματικότητας όπου τα δεδομένα είναι άμεσα προσπελάσιμα σε οπτικοποιημένη μεταφορική μορφή (κυβερνοχώρος). Αυτή είναι η "κυβερνητική" όψη του κυβερνοπάνκ.
Η πανκ πλευρά του παρουσιάζεται μέσω των αντιηρώων πρωταγωνιστών του, συνήθως αμοραλιστών εγκληματιών ή περιθωριοποιημένων εξόριστων που δρουν στα υπόγεια της κοινωνίας και χρησιμοποιούν τα τεχνολογικά μέσα του επικρατούντος κοινωνικοπολιτικού συστήματος για να πετύχουν τους δικούς τους στόχους ή, τελικά, για να το ανατρέψουν. Με το κυβερνοπάνκ η επιρροή του μεταμοντερνισμού στην ΕΦ γίνεται πλέον καθοριστική: στα σκηνικά των κόσμων του η προσομοίωση έχει αντικαταστήσει το πραγματικό, η πληροφορία έχει αντικαταστήσει τα βιομηχανικά αγαθά, το αυτοαναπαραγόμενο χάος θριαμβεύει και οποιαδήποτε συνήθης έννοια τάξης ή παραδοσιακής, υποτίθεται σταθερής, αξίας συνθλίβεται. Η απουσία πραγματικού συναισθήματος και η πληροφοριακή υπερφόρτιση συμπληρώνουν την εικόνα.
Το κυβερνοπάνκ ξεχωρίζει από άλλες παρόμοιες προσπάθειες χάρη σε μία συγκεκριμένη τεχνοτροπία και κάποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Η πλοκή, συνήθως μηδενιστική και διφορούμενη, απηχεί την αισθητική και τη θεματολογία του νουάρ και της αστυνομικής λογοτεχνίας. Το σκηνικό είναι αστικό, μεταβιομηχανικό και δυστοπικό, ενώ ο τόνος ζοφερός και απαισιόδοξος. Η μόλυνση του περιβάλλοντος έχει προχωρήσει πολύ, οι ανθρωπιστικές αξίες έχουν εκλείψει, η οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική παγκοσμιοποίηση έχουν καταστήσει το έθνος και τα εθνικά σύνορα απαρχαιωμένες έννοιες. Επικρατεί ένα πνεύμα απεγνωσμένου διεθνισμούκαι οι πολυεθνικές εταιρείες κινούν τα νήματα. Η Ιαπωνία έχει αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως μητρόπολη των εξελίξεων, η ιαπωνική Μαφία (Γιακούζα) δρα ποικιλοτρόπως σε πλανητική κλίμακα, ο υπερπληθυσμός, η διαφθορά, η βιομηχανική κατασκοπεία και η εκμετάλλευση του Γ’ Κόσμου είναι δεδομένες καταστάσεις. Η υπέρτατη πολιτική ισχύς έγκειται στον έλεγχο της διεθνούς ροής πληροφοριών.
Οι χάκερ είναι οι πιο περιζήτητοι εγκληματίες και οι υπολογιστές το απόλυτο τεχνολογικό φετίχ. Στον πυρήνα ενός τέτοιου κοινωνικού οικοδομήματος κρύβεται μία δυϊστική αντίληψη που διακρίνει απολύτως το σώμα από τον νου, τη δράση από την κίνηση, αλλά από την άλλη θολώνει ως τον έσχατο βαθμό τα όρια μεταξύ ηθικού και ανήθικου, φυσικού και συνθετικού, πραγματικού και εικονικού. Κάθε ερμηνεία για τον κόσμο καταλήγει να φαίνεται αδύνατη και μια αίσθηση ματαιότητας θριαμβεύει. Σύμφωνα με τον Φρέντρικ Τζέιμσον το κυβερνοπάνκ είναι η ανώτερη λογοτεχνική έκφραση "αν όχι του μεταμοντέρνου, τότε του ίδιου του τελευταίου σταδίου του καπιταλισμού".

 

Επίδραση

 

Λογοτεχνία

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 από την ευρύτερη επικράτεια του κυβερνοπάνκ ξεπήδησε το στιμ πανκ (steampunk, που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως ατμοπάνκ), ένα λογοτεχνικό ρεύμα το οποίο έχει λιγότερο εμφανή δυστοπικό χαρακτήρα και όπου το σκηνικό της ιστορίας τοποθετείται όχι στο κοντινό μέλλον αλλά σε έναν εναλλακτικό δέκατο ένατο αιώνα· μετά τη βιομηχανική επανάσταση αλλά πριν την εξάπλωση τηςηλεκτροδότησης. Η τεχνολογία στους στιμ πανκ κόσμους είναι συνήθως πιο προηγμένη σε σχέση με την πραγματική τεχνολογία της εποχής αλλά, ελλείψει ηλεκτρονικών, βασίζεται στη δύναμη του ατμού και των κουρδιστών μηχανισμών, όπως πράγματι γινόταν τότε. Κατά τα άλλα, η κοινωνία, η αισθητική και η ατμόσφαιρα συνήθως αντανακλούν επακριβώς τις συμβάσεις του βικτωριανού κόσμου. Το στιμ πανκ εμφανίστηκε όταν κάποιοι συγγραφείς άρχισαν συνειδητά να μιμούνται τα πρώιμα έργα επιστημονικής φαντασίας που γράφτηκαν πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως τα έργα του Ιούλιου Βερν και του Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς, εμβολιάζοντας τα όμως με δόσεις του πολύ επίκαιρου κυβερνοπάνκ. Ορισμένοι μάλιστα πειραματίστηκαν τοποθετώντας το σκηνικό των ιστοριών τους ακόμη πιο πίσω χρονικά, συχνά στον Μεσαίωνα, διατηρώντας όμως την τεχνολογία του ατμού και των κουρδιστών μηχανισμών ως κεντρικούς πυλώνες του κόσμου τους. Μετά το 1990 το στιμ πανκ άρχισε να απομακρύνεται από τις κυβερνοπάνκ ρίζες του· η αισθητική και τα μοτίβα του άρχισαν να χρησιμοποιούνται ακόμη και σε έργα φάνταζυ και να τοποθετούνται δίπλα-δίπλα με τα υπερφυσικά και μαγικά στοιχεία που αφθονούν στο είδος αυτό.
Μια άλλη παράλληλη εξέλιξη η οποία εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είναι το μετακυβερνοπάνκ (postcyberpunk), ένα σύνολο έργων με εμφανή κυβερνοπάνκ χαρακτήρα αλλά με κεντρικούς ήρωες που επιχειρούν συνειδητά να βελτιώσουν το τρέχον κοινωνικοπολιτικό καθεστώς, ή έστω να το διατηρήσουν και να αποτρέψουν περαιτέρω παρακμή του (π. χ. τα μυθιστορήματα του Νιλ Στίβενσον). Οι πρωταγωνιστές συνήθως είναι πιο ενεργά και σεβαστά μέλη της κοινωνίας σε σχέση με τους περιθωριακούς παρανόμους του Γκίμπσον, ενώ οι νέες τεχνολογίες του εικοστού πρώτου αιώνα παρουσιάζονται λιγότερο αλλοτριωτικές και υπό ένα θετικότερο πρίσμα. Το μετακυβερνοπάνκ φάνηκε να επικρατεί κατά τη δεκαετία του '90 εκτοπίζοντας το παραδοσιακό κυβερνοπάνκ στο λογοτεχνικό χώρο, την ίδια στιγμή που το τελευταίο έχανε τον διακριτό,αβάν γκαρντ χαρακτήρα του και έκανε όλο και πιο αισθητή την επιρροή του στον κινηματογράφο, τα κόμικς και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Βλέπε επίσης:
§                     Επιστημονική φαντασία
§                     Νέο Κύμα (επιστημονική φαντασία)
§                     Ουίλιαμ Γκίμπσον
§                     Μπρους Στέρλινγκ
§                     Κυβερνοχώρος
§                     Τεχνητή νοημοσύνη
Πηγές
§                     Δημήτρης Αρβανίτης, Εισαγωγή στη συλλογή διηγημάτων "Τα θεμελιακά πράγματα", Εκδόσεις: Όμμα, http://www.altfactor.ath.cx/library/stuff/80s-pro.html
§                     Οι Κυβερνοπάνκ Ανανεώνουν την Ε.Φ., Περιοδικό: Απαγορευμένος Πλανήτης, Τεύχος 3, Ιούνιος 1988, μετάφραση Μαρίνα Λώμη, http://www.altfactor.ath.cx/magazine/aplanet/iss3/cyberpunk.html
§                     Συνέντευξη του Μπρους Στέρλινγκ, http://news.kathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_12_22/04/2007_223966
§                     Bruce Bethke, The etymology of cyberpunk, http://www.brucebethke.com/nf_cp.html
Η επιστημονική φαντασία στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα η επιστημονική φαντασία δεν παρουσιάζει μεγάλη διάδοση, είτε από πλευράς αναγνωστικού κοινού είτε από πλευράς λογοτεχνικής παραγωγής. Σε επίπεδο περιοδικών εκδόσεων (ένας παραδοσιακός τρόπος διάδοσης του είδους στο εξωτερικό λόγω της εκτεταμένης χρήσης της φόρμας του διηγήματος, αλλά και φυτώριο νέων συγγραφέων), έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες, με μακροβιότερη αυτή τουΑπαγορευμένου Πλανήτη (εκδόσεις ARS LONGA), το οποίο όμως δεν δημοσίευε Έλληνες συγγραφείς. Αξιοσημείωτο είναι ακόμη το περιοδικό Φανταστικά Χρονικά που εκδίδεται από την Αθηναϊκή Λέσχη Επιστημονικής Φαντασίας.
Όσον αφορά τους συγγραφείς, από την προηγούμενη γενιά ξεχωρίζουν τα ονόματα των Διαμαντή Φλωράκη, Στυλιανού Μωυσείδη, Μάκη Πανώριου, Γιώργου Μπαλάνου, ενώ μετά το 2000 άρχισε να εμφανίζεται μια νέα γενιά συγγραφέων με εκδόσεις μυθιστορημάτων και συλλογών διηγημάτων, όπως ο Νίκος Βλαντής, ο Παναγιώτης Κούστας, ο Γιάννης Χατζηχρήστος, ο Αλέκος Παπαδόπουλος και ο Μιχάλης Μανωλιός.
Στην Ελλάδα έχει παρατηρηθεί μία απροθυμία των εκδοτικών οίκων να ονομάσουν «επιστημονική φαντασία» ελληνικά ή ξένα έργα που εκδίδουν και εμπίπτουν στο είδος, ίσως διότι επικρατεί η αντίληψη ότι το ελληνικό αναγνωστικό κοινό είναι προκατειλημμένο αρνητικά απέναντι στην επιστημονική φαντασία, θεωρώντας την παραλογοτεχνία ή λογοτεχνία φυγής. Παρ' όλα αυτά, εν έτει 2009, υπάρχουν τρεις εκδοτικοί οίκοι των οποίων η επιστημονική φαντασία αποτελεί βασικό ή και μοναδικό πεδίο της εκδοτικής τους δραστηριότητας. Οι εκδόσεις ΑΙΟΛΟΣ, οι εκδόσεις Locus-7, οι εκδόσεις ΑNUBIS και οι εκδόσεις ΤΡΙΤΩΝ.
Υποσημειώσεις και Πηγές
1.                              1,0 1,1 Γιώργος Κατσαβός, 20 Κύρια Θέματα Επιστημονικής Φαντασίας και η Καταγωγή τους, http://www.altfactor.ath.cx/library/stuff/katsavos/20_themata.html
2.                               2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 Χριστόδουλος Λιθαρής, Η χρυσή εποχή της επιστημονικής φαντασίας, Περιοδικό: Απαγορευμένος Πλανήτης, Τεύχος 7, Νοέμβριος Δεκέμβριος 1997 http://www.altfactor.ath.cx/magazine/aplanet/g-age.html
3.                               Κωνσταντίνος Διακουμάκος, Ορισμοί για την επιστημονική φαντασία, http://www.altfactor.ath.cx/library/stuff/orismoi.html
4.                               4,0 4,1 4,2 Δημήτρης Αρβανίτης, Εισαγωγή στη συλλογή διηγημάτων Τα θεμελιακά πράγματα, Εκδόσεις: Όμμα, http://www.altfactor.ath.cx/library/stuff/80s-pro.html
5.                               Knight, Damon Francis (1967). In Search of Wonder: Essays on Modern Science Fiction. Advent Publishing, Inc.
6.                               6,0 6,1 6,2 Μάκης Πανώριος, Φανταστική Λογοτεχνία - Κλασικά κείμενα, http://www.altfactor.ath.cx/library/stuff/fantastiki_logotexnia.html
7.                               7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 Δημήτρης Αρβανίτης, Η επιστημονική φαντασία για αρχάριους και προχωρημένους, Περιοδικό: Απαγορευμένος Πλανήτης, Τεύχος 1, 1987, http://www.altfactor.ath.cx/magazine/aplanet/iss1/sfintro.html>
8.                               Ελπίδα Χλιμιτζά, Πενήντα Χρόνια από τον Θάνατο του George Orwell (1903 - 1950), Εφημερίδα: Ημερησία, Ένθετο: 6 η Ημέρα, 19 - 20 Φεβρουαρίου 2000, http://www.altfactor.ath.cx/library/stuff/orwell_50th_an.html
9.                               Δημήτρης Αρβανίτης, Dune, Περιοδικό: Επόμενη Μέρα Τεύχος 1, Μάϊος 1985, http://www.altfactor.ath.cx/magazine/epomeni/iss1/dune.html
10.                          Οι Κυβερνοπάνκ Ανανεώνουν την Ε.Φ., Περιοδικό: Απαγορευμένος Πλανήτης, Τεύχος 3, Ιούνιος 1988, μετάφραση Μαρίνα Λώμη, http://www.altfactor.ath.cx/magazine/aplanet/iss3/cyberpunk.html

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: