EDUARDO MENDOZA, El asombroso viaje de Pomponio Flato
[Το εκπληκτικό ταξίδι του Πομπόνιου Φλάτου], Seix Barral, Βαρκελώνη 2008, σελ. 190.
Ο Εντουάρντο Μεντόθα είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό από το 1984, με τη μετάφραση του δεύτερου μυθιστορήματός του, του Μυστηρίου της στοιχειωμένης κρύπτης (εκδ. Αστάρτη). Το στοιχείο του μυστηρίου υπάρχει σε αρκετά από τα μυθιστορήματά του. Ωστόσο, οι ειδολογικές μεταμορφώσεις και οι πειραματισμοί, που μας αποκαλύπτει η πένα του ακούραστου και πολυβραβευμένου Μεντόθα, αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της τολμηρής συγγραφικής ιδιοσυγκρασίας. Τα περισσότερα έργα του έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τη μεταμυθοπλαστική τακτική της ειρωνικής αποστασιοποίησης από τα κείμενα ή τα είδη με τα οποία διαλέγεται ή της οικειοποίησής τους. Αστυνομικό μυθιστόρημα, ιστορία μυστηρίου ή/και φαντασίας, ταξιδιωτικό πεζογράφημα, ιστορικό μυθιστόρημα, αγιογραφικά ή βιβλικά κείμενα, μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, δοκίμιο, θεατρικό έργο και άλλα είναι ο ειδολογικός ορίζοντας των πειραματισμών του.
Το ανά χείρας μυθιστόρημα που, αν δεν απατώμαι, δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα ελληνικά, αποτελεί, κατά τον εκδότη του, κείμενο που συνδυάζει «το ιστορικό μυθιστόρημα, το αστυνομικό μυθιστόρημα, την αγιογραφική αφήγηση και την παρωδία όλων αυτών».1 Είναι αλήθεια ότι η ειδολογική ταυτότητα του κειμένου περιέχει στοιχεία από όλα τα προαναφερθέντα είδη, μα και από άλλα, όπως η ταξιδιωτική ή γεωγραφική αφήγηση, τα απόκρυφα ευαγγέλια, η ονειροκριτική αφήγηση (γνωστή στην αρχαία εποχή), το επιστολικό μυθιστόρημα κ.λπ. Ο ίδιος ο συγγραφέας μάς αποκαλύπτει μερικά από τα συγκεκριμένα κείμενα με τα οποία διαλέγεται, σε μια σημείωση μετά το τέλος του μυθιστορήματος (σ.σ. 187-190). Πρέπει, εν τούτοις, να διευκρινιστεί πως η έννοια της παρωδίας, που συνοδοιπορεί με τη μεταμυθοπλαστική φύση του κειμένου, δεν αφορά σε γελοιοποίηση του/των κειμένου/-ων με τα οποία σχετίζεται το μυθιστόρημα. Κινούμενος στο πλαίσιο της σύγχρονής μας μεταμυθοπλαστικής τακτικής, κάνει ένα σοβαρό διάλογο με την κειμενική παράδοση, μεταμορφώνοντας και αναμειγνύοντας τα είδη ή τα έργα, σε μια διαλογική αρένα που ονομάζεται μυθιστόρημα.
Ο Πομπόνιος Φλάτος ταξιδεύει από τη Ρώμη στις μακρινές ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας, τον πρώτο αιώνα μ.Χ., με σκοπό να βρει κάποια πηγή με θαυματουργά νερά κάπου στη Μικρά Ασία ή τη Μέση Ανατολή. Εκεί, πέφτει θύμα απαγωγής και τελικά σώζεται από τον ρωμαϊκό στρατό, για να καταλήξει στη Ναζαρέτ. Εκεί, γνωρίζεται με τον μικρό Ιησού, που τον παρακαλεί να λύσει το μυστήριο της δολοφονίας ενός πλούσιου Εβραίου, για το οποίο κατηγορείται ο πατέρας του Ιωσήφ. Στην ιστορία εμπλέκονται αρκετά πρόσωπα, ενώ στη διάρκεια της αφήγησης ο ήρωάς μας αναγκάζεται να διερευνήσει ακόμα μία υπόθεση φόνου, διπλού αυτή τη φορά. Η λύση των αινιγμάτων γίνεται με έναν τρόπο εξαιρετικό και ευρηματικό, που αφήνει τον αναγνώστη έκπληκτο. Ενώ η κειμενική παράδοση του Χριστιανισμού θα έπρεπε να μας έδινε την ευκαιρία να ξέρουμε ή να μαντέψουμε πολλά στοιχεία του μυστηρίου από την αρχή, αυτό δεν συμβαίνει, και η έκπληξή μας είναι διπλή, όταν στο τέλος ανακαλύψουμε όλο το πλέγμα των γεγονότων. Η διαφορετική οπτική γωνία υπό την οποία παρουσιάζονται τα γεγονότα και τα μεταμορφωμένα ονόματα των ηρώων δεν μας υποψιάζει για την πραγματική τους ταυτότητα, όπως π.χ. ότι η μικρή Λαλίτα, κόρη της πόρνης Σάρας, είναι η μετέπειτα Μαρία η Μαγδαληνή, και ο ληστής Teo Balas, που μεταμορφώνεται σε Epulón, θα μετονομαστεί αργότερα σε Βαραββά. Ο Μεντόθα χρησιμοποιεί τα απόκρυφα ευαγγέλια και τη σχετική με αυτά μυθολογία που αφορά στα παιδικά χρόνια του Θεανθρώπου, για να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και να μας οδηγήσει στο τέλος του έργου να ανασυνθέσουμε (ως συνέχειά του) τη γνωστή μας από τα επίσημα ευαγγέλια ιστορία του Ιησού.
Η υπόθεση μάς παρουσιάζεται σε επιστολική μορφή, εν είδει αφήγησης ενός «περίεργου» επεισοδίου (όπως αναφέρεται στο κείμενο) και απευθύνεται σε κάποιον Φάβιο, φίλο τού αφηγητή. Ωστόσο, η μορφή αυτή αδυνατίζει στη μέση της αφήγησης και οι αποστροφές είναι πολύ λίγες, για να επανέλθουν στα τελευταία κεφάλαια. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μεγάλη επιστολή σε συνέχειες, που εστάλη αφού τελείωσε, όπως επισημαίνει ο αφηγητής προς το τέλος του έργου: «Από αυτόν τον διάλογο [τον τελευταίο στη Ναζαρέτ] μέχρι σήμερα έχουν περάσει πάνω από τρεις σεληνιακοί μήνες» (σ. 185). Όμως, η εγγύτητα της ειδολογικής ταυτότητας του κειμένου και με το είδος των ταξιδιωτικών αναμνήσεων είναι επίσης δεδομένη, αφού αφηγείται μέρος του ταξιδιού του, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας στην αρχή και το τέλος. Παρόλο που η ιστορία εκτυλίσσεται σε τέσσερις μόνο μέρες (τρεις από τις οποίες είναι οι σχετικές με το όλο μυστήριο και τη βασική υπόθεση), ο χρόνος της αφήγησης του επεισοδίου της Ναζαρέτ εκτείνεται με εξαιρετικό τρόπο σε 166 σελίδες (οι 19 πρώτες είναι η προϊστορία και οι τελευταίες έξι επίλογος στο χρόνο της αφήγησης και η σημείωση του συγγραφέα). Η επέκταση αυτή του χρόνου της ιστορίας εξυπηρετεί την ενσυνείδητη τάση του συγγραφέα να φτιάξει μια αστυνομικού τύπου πλοκή, με υποθέσεις για τους φόνους ή τις πράξεις των ηρώων και λογικές συναγωγές συμπερασμάτων, φιλοσοφικές παρατηρήσεις (μια και ο αφηγητής είναι φιλόσοφος και ανάμεσα στα άλλα ψάχνει και τη σοφία), παράθεση λεπτομερειών και προσέγγιση των ηρώων όχι με την παραδοσιακή παντογνωσία του αφηγητή. Ο αφηγητής δρα ως φιλόσοφος-αστυνομικός, που δεν διαβλέπει μόνο το δολοφόνο και τα κίνητρα, αλλά διεισδύει ψυχολογικά στους εξεταζόμενους ήρωες. Φυσικά, η ταυτότητα αυτή διαπλέκεται και με εκείνη του δικανικού λόγου της υπεράσπισης ενός κατηγορουμένου, είδους εξαιρετικά οικείου στους αρχαίους και με παραδείγματα πολύ γνωστά από την ελληνορωμαϊκή παράδοση.
Σημαντικό στοιχείο που αναδεικνύει τη μεταιχμιακή ιδιαιτερότητα του κειμένου αποτελεί η συνύπαρξη της φυσικής ή λογικής αντιμετώπισης των πραγμάτων (ως κοσμοθεωρίας) με τη μεταφυσική κοσμοθεωρία.2 Ενώ αρχικά φαίνεται να ταυτίζεται η πρώτη κοσμοθεωρία με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο και η δεύτερη με τον ιουδαϊκό (και, κατ’ επέκταση με το χριστιανικό), αυτό ανατρέπεται με εξαιρετικό τρόπο, στο τέλος του έργου για την πρώτη και από τη μέση και μετά για τη δεύτερη. Τα εφευρήματα τής εμφάνισης του Απόλλωνα σε μια δέσμη φωτός, που βοηθάει μόνο τον Πομπόνιο επειδή είναι δωδεκαθεϊστής, και της εν είδει θαύματος μετακίνησης του Λαζάρου, που θυμίζουν τις εμφανίσεις του Χριστού, κάνουν τον απόλυτα υλιστή και λογικοκρατούμενης φύσης ήρωα να αποδεχτεί τη μεταφυσική ως άλλη μία πλευρά της ζωής, που απλά η ανθρώπινη σοφία δεν μπορεί να εξηγήσει. Αντίθετα, οι υποφώσκουσες μεταφυσικές ικανότητες του Ιησού δίνονται με προσεκτικό τρόπο και προβάλλονται εμμέσως μόνο, όπως η ανάσταση της Λαλίτας και η θεραπεία της ασθένειας του αφηγητή, δεδομένου ότι στη χριστιανική παράδοση είναι γνωστές και εύκολα αποκωδικοποιήσιμες από τον αναγνώστη.
Εν κατακλείδει, θα λέγαμε ότι από τη μία πλευρά πρόκειται για ένα έργο με συνεχείς ανατροπές και αποκαλύψεις, στις οποίες αρέσκεται ο κάθε αναγνώστης. Από την άλλη, όμως, το μυθιστόρημα αυτό, με τη διαλογική του ταυτότητα, είναι σε θέση να ερεθίσει και τον πιο απαιτητικό γνώστη της κειμενικής και ειδολογικής παράδοσης, που θα θελήσει να ανιχνεύσει τα διακείμενα από τα οποία συνίσταται το παλίμψηστο της μυθιστορικής αυτής οντότητας.
*Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική Φολολογία στο Πανεπιστήμιο Θράκης
1. Βλ. το οπισθόφυλλο της έκδοσης.
2. Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να συνδέσουμε τα είδη της αστυνομικού τύπου αφήγησης, του δικανικού λόγου ή της φιλοσοφικού τύπου λογικής επιχειρηματολογίας με την λογική ή φυσιοκρατική κοσμοθεωρία, ενώ τα είδη της βιβλικής αφήγησης, της αγιογραφίας κ.λπ. Με τη μεταφυσική κοσμοθεωρία.
ΑΥΓΗ / 20/09/2009
[Το εκπληκτικό ταξίδι του Πομπόνιου Φλάτου], Seix Barral, Βαρκελώνη 2008, σελ. 190.
Ο Εντουάρντο Μεντόθα είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό από το 1984, με τη μετάφραση του δεύτερου μυθιστορήματός του, του Μυστηρίου της στοιχειωμένης κρύπτης (εκδ. Αστάρτη). Το στοιχείο του μυστηρίου υπάρχει σε αρκετά από τα μυθιστορήματά του. Ωστόσο, οι ειδολογικές μεταμορφώσεις και οι πειραματισμοί, που μας αποκαλύπτει η πένα του ακούραστου και πολυβραβευμένου Μεντόθα, αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της τολμηρής συγγραφικής ιδιοσυγκρασίας. Τα περισσότερα έργα του έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τη μεταμυθοπλαστική τακτική της ειρωνικής αποστασιοποίησης από τα κείμενα ή τα είδη με τα οποία διαλέγεται ή της οικειοποίησής τους. Αστυνομικό μυθιστόρημα, ιστορία μυστηρίου ή/και φαντασίας, ταξιδιωτικό πεζογράφημα, ιστορικό μυθιστόρημα, αγιογραφικά ή βιβλικά κείμενα, μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, δοκίμιο, θεατρικό έργο και άλλα είναι ο ειδολογικός ορίζοντας των πειραματισμών του.
Το ανά χείρας μυθιστόρημα που, αν δεν απατώμαι, δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα ελληνικά, αποτελεί, κατά τον εκδότη του, κείμενο που συνδυάζει «το ιστορικό μυθιστόρημα, το αστυνομικό μυθιστόρημα, την αγιογραφική αφήγηση και την παρωδία όλων αυτών».1 Είναι αλήθεια ότι η ειδολογική ταυτότητα του κειμένου περιέχει στοιχεία από όλα τα προαναφερθέντα είδη, μα και από άλλα, όπως η ταξιδιωτική ή γεωγραφική αφήγηση, τα απόκρυφα ευαγγέλια, η ονειροκριτική αφήγηση (γνωστή στην αρχαία εποχή), το επιστολικό μυθιστόρημα κ.λπ. Ο ίδιος ο συγγραφέας μάς αποκαλύπτει μερικά από τα συγκεκριμένα κείμενα με τα οποία διαλέγεται, σε μια σημείωση μετά το τέλος του μυθιστορήματος (σ.σ. 187-190). Πρέπει, εν τούτοις, να διευκρινιστεί πως η έννοια της παρωδίας, που συνοδοιπορεί με τη μεταμυθοπλαστική φύση του κειμένου, δεν αφορά σε γελοιοποίηση του/των κειμένου/-ων με τα οποία σχετίζεται το μυθιστόρημα. Κινούμενος στο πλαίσιο της σύγχρονής μας μεταμυθοπλαστικής τακτικής, κάνει ένα σοβαρό διάλογο με την κειμενική παράδοση, μεταμορφώνοντας και αναμειγνύοντας τα είδη ή τα έργα, σε μια διαλογική αρένα που ονομάζεται μυθιστόρημα.
Ο Πομπόνιος Φλάτος ταξιδεύει από τη Ρώμη στις μακρινές ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας, τον πρώτο αιώνα μ.Χ., με σκοπό να βρει κάποια πηγή με θαυματουργά νερά κάπου στη Μικρά Ασία ή τη Μέση Ανατολή. Εκεί, πέφτει θύμα απαγωγής και τελικά σώζεται από τον ρωμαϊκό στρατό, για να καταλήξει στη Ναζαρέτ. Εκεί, γνωρίζεται με τον μικρό Ιησού, που τον παρακαλεί να λύσει το μυστήριο της δολοφονίας ενός πλούσιου Εβραίου, για το οποίο κατηγορείται ο πατέρας του Ιωσήφ. Στην ιστορία εμπλέκονται αρκετά πρόσωπα, ενώ στη διάρκεια της αφήγησης ο ήρωάς μας αναγκάζεται να διερευνήσει ακόμα μία υπόθεση φόνου, διπλού αυτή τη φορά. Η λύση των αινιγμάτων γίνεται με έναν τρόπο εξαιρετικό και ευρηματικό, που αφήνει τον αναγνώστη έκπληκτο. Ενώ η κειμενική παράδοση του Χριστιανισμού θα έπρεπε να μας έδινε την ευκαιρία να ξέρουμε ή να μαντέψουμε πολλά στοιχεία του μυστηρίου από την αρχή, αυτό δεν συμβαίνει, και η έκπληξή μας είναι διπλή, όταν στο τέλος ανακαλύψουμε όλο το πλέγμα των γεγονότων. Η διαφορετική οπτική γωνία υπό την οποία παρουσιάζονται τα γεγονότα και τα μεταμορφωμένα ονόματα των ηρώων δεν μας υποψιάζει για την πραγματική τους ταυτότητα, όπως π.χ. ότι η μικρή Λαλίτα, κόρη της πόρνης Σάρας, είναι η μετέπειτα Μαρία η Μαγδαληνή, και ο ληστής Teo Balas, που μεταμορφώνεται σε Epulón, θα μετονομαστεί αργότερα σε Βαραββά. Ο Μεντόθα χρησιμοποιεί τα απόκρυφα ευαγγέλια και τη σχετική με αυτά μυθολογία που αφορά στα παιδικά χρόνια του Θεανθρώπου, για να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και να μας οδηγήσει στο τέλος του έργου να ανασυνθέσουμε (ως συνέχειά του) τη γνωστή μας από τα επίσημα ευαγγέλια ιστορία του Ιησού.
Η υπόθεση μάς παρουσιάζεται σε επιστολική μορφή, εν είδει αφήγησης ενός «περίεργου» επεισοδίου (όπως αναφέρεται στο κείμενο) και απευθύνεται σε κάποιον Φάβιο, φίλο τού αφηγητή. Ωστόσο, η μορφή αυτή αδυνατίζει στη μέση της αφήγησης και οι αποστροφές είναι πολύ λίγες, για να επανέλθουν στα τελευταία κεφάλαια. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μεγάλη επιστολή σε συνέχειες, που εστάλη αφού τελείωσε, όπως επισημαίνει ο αφηγητής προς το τέλος του έργου: «Από αυτόν τον διάλογο [τον τελευταίο στη Ναζαρέτ] μέχρι σήμερα έχουν περάσει πάνω από τρεις σεληνιακοί μήνες» (σ. 185). Όμως, η εγγύτητα της ειδολογικής ταυτότητας του κειμένου και με το είδος των ταξιδιωτικών αναμνήσεων είναι επίσης δεδομένη, αφού αφηγείται μέρος του ταξιδιού του, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας στην αρχή και το τέλος. Παρόλο που η ιστορία εκτυλίσσεται σε τέσσερις μόνο μέρες (τρεις από τις οποίες είναι οι σχετικές με το όλο μυστήριο και τη βασική υπόθεση), ο χρόνος της αφήγησης του επεισοδίου της Ναζαρέτ εκτείνεται με εξαιρετικό τρόπο σε 166 σελίδες (οι 19 πρώτες είναι η προϊστορία και οι τελευταίες έξι επίλογος στο χρόνο της αφήγησης και η σημείωση του συγγραφέα). Η επέκταση αυτή του χρόνου της ιστορίας εξυπηρετεί την ενσυνείδητη τάση του συγγραφέα να φτιάξει μια αστυνομικού τύπου πλοκή, με υποθέσεις για τους φόνους ή τις πράξεις των ηρώων και λογικές συναγωγές συμπερασμάτων, φιλοσοφικές παρατηρήσεις (μια και ο αφηγητής είναι φιλόσοφος και ανάμεσα στα άλλα ψάχνει και τη σοφία), παράθεση λεπτομερειών και προσέγγιση των ηρώων όχι με την παραδοσιακή παντογνωσία του αφηγητή. Ο αφηγητής δρα ως φιλόσοφος-αστυνομικός, που δεν διαβλέπει μόνο το δολοφόνο και τα κίνητρα, αλλά διεισδύει ψυχολογικά στους εξεταζόμενους ήρωες. Φυσικά, η ταυτότητα αυτή διαπλέκεται και με εκείνη του δικανικού λόγου της υπεράσπισης ενός κατηγορουμένου, είδους εξαιρετικά οικείου στους αρχαίους και με παραδείγματα πολύ γνωστά από την ελληνορωμαϊκή παράδοση.
Σημαντικό στοιχείο που αναδεικνύει τη μεταιχμιακή ιδιαιτερότητα του κειμένου αποτελεί η συνύπαρξη της φυσικής ή λογικής αντιμετώπισης των πραγμάτων (ως κοσμοθεωρίας) με τη μεταφυσική κοσμοθεωρία.2 Ενώ αρχικά φαίνεται να ταυτίζεται η πρώτη κοσμοθεωρία με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο και η δεύτερη με τον ιουδαϊκό (και, κατ’ επέκταση με το χριστιανικό), αυτό ανατρέπεται με εξαιρετικό τρόπο, στο τέλος του έργου για την πρώτη και από τη μέση και μετά για τη δεύτερη. Τα εφευρήματα τής εμφάνισης του Απόλλωνα σε μια δέσμη φωτός, που βοηθάει μόνο τον Πομπόνιο επειδή είναι δωδεκαθεϊστής, και της εν είδει θαύματος μετακίνησης του Λαζάρου, που θυμίζουν τις εμφανίσεις του Χριστού, κάνουν τον απόλυτα υλιστή και λογικοκρατούμενης φύσης ήρωα να αποδεχτεί τη μεταφυσική ως άλλη μία πλευρά της ζωής, που απλά η ανθρώπινη σοφία δεν μπορεί να εξηγήσει. Αντίθετα, οι υποφώσκουσες μεταφυσικές ικανότητες του Ιησού δίνονται με προσεκτικό τρόπο και προβάλλονται εμμέσως μόνο, όπως η ανάσταση της Λαλίτας και η θεραπεία της ασθένειας του αφηγητή, δεδομένου ότι στη χριστιανική παράδοση είναι γνωστές και εύκολα αποκωδικοποιήσιμες από τον αναγνώστη.
Εν κατακλείδει, θα λέγαμε ότι από τη μία πλευρά πρόκειται για ένα έργο με συνεχείς ανατροπές και αποκαλύψεις, στις οποίες αρέσκεται ο κάθε αναγνώστης. Από την άλλη, όμως, το μυθιστόρημα αυτό, με τη διαλογική του ταυτότητα, είναι σε θέση να ερεθίσει και τον πιο απαιτητικό γνώστη της κειμενικής και ειδολογικής παράδοσης, που θα θελήσει να ανιχνεύσει τα διακείμενα από τα οποία συνίσταται το παλίμψηστο της μυθιστορικής αυτής οντότητας.
*Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική Φολολογία στο Πανεπιστήμιο Θράκης
1. Βλ. το οπισθόφυλλο της έκδοσης.
2. Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να συνδέσουμε τα είδη της αστυνομικού τύπου αφήγησης, του δικανικού λόγου ή της φιλοσοφικού τύπου λογικής επιχειρηματολογίας με την λογική ή φυσιοκρατική κοσμοθεωρία, ενώ τα είδη της βιβλικής αφήγησης, της αγιογραφίας κ.λπ. Με τη μεταφυσική κοσμοθεωρία.
ΑΥΓΗ / 20/09/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου