‘’ Όταν πέθανε ήταν δυόμισι πόντους πιο κοντός.
Μπορεί να γεννήθηκε σαράντα δυο πόντους αλλά στα δέκα εννέα του ήταν κιόλας ένα & ογδόντα ένα.
Από την εφηβεία του υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην επιτρέψει να τον καταβάλουν τα γηρατειά και οι ασθένειες. Έτσι θεώρησε ότι έφτασε η κατάλληλη στιγμή, για την ακρίβεια πριν δυο περίπου μέρες, για να βάλει ένα οριστικό τέλος στην ζωή του. Μόλις συμπλήρωσε τα πενήντα πέντε, ήταν η μέρα των γενεθλίων του, και ήταν βασικά καλά στην υγειά του, τουλάχιστον αν τον έβλεπε κανείς ούτε που θα του περνούσε από το μυαλό ότι μπορεί να υπέφερε από κάτι. Με ένα περίεργο τρόπο, όπως πάντα έλεγε, αισθάνθηκε ότι αυτή η στιγμή ήταν η πιο κατάλληλη για να αφήσει πίσω του μια καλή εικόνα, όσο καλή μπορεί να είναι ένας εαυτός κατά τριάντα κιλά υπέρβαρος, με τα μισά μαλλιά να λείπουν και δυόμισι πόντους πιο κοντός.
Κανονικά θα πέθαινε δυο μήνες νωρίτερα αλλά έπρεπε να κάνει μια έρευνα για να σιγουρέψει τα πράγματα και κυρίως να αποφασίσει αν πρέπει να φανεί σαν ατύχημα η όχι. Όχι ότι θάκανε κάποια διαφορά στο αποτέλεσμα αλλά αυτοί που μένουν πίσω μάλλον δυσκολεύονται να κατανοήσουν ένα θάνατο που δεν οφείλεται σε ατύχημα., η άλλα φυσικά αίτια όπως οι ασθένειες κι άλλες αηδίες τις οποίες αποφάσισε να μην υποστεί.
Από την άλλη η αυτοκτονία παραπέμπει στην καλύτερη, αν και συνηθέστερη, περίπτωση σε άτομα που δεν είναι καλά στα μυαλά τους και στην χειρότερη, σε άτομα με άκρατο εγωισμό η επονείδιστη δειλία. Αλλά ας μην επεκταθούμε άλλο επ΄αυτου. Αποφάσισε να αυτοκτονήσει διακριτικά, όχι δηλ. με αίματα και άλλου τύπου αγριάδες. Το πιο αξιοσημείωτο είναι, ότι απ΄όλα και όλους που άφηνε πίσω του, το μόνο που τον απασχολούσε το λίγο χρόνο που είχε στην διάθεση του μέχρι να ξεψυχήσει ήταν το ότι άφηνε τον κόσμο αυτό κατά δυόμισι πόντους πιο κοντός, κι αυτό σήμαινε πολύ απλά ότι έφευγε αργοπορημένος, και δεν εννοεί τους δυο μήνες προετοιμασίας, αλλά ότι δεν ήταν στην ακμή του παρά στην κατηφόρα, έτσι ονόμαζε την παρακμή, τα γηρατειά, που τόσο πολύ ήθελε να αποφύγει.‘’
Μείναμε άφωνοι, γιατί αντιληφτήκαμε ότι το κείμενο ήταν του μακαρίτη. Αλλά γιατί άραγε σε τρίτο πρόσωπο;
Έγινε η ταφή, γευματίσαμε με ψάρι όπως αρμόζει σ΄αυτές τις περιστάσεις, θυμηθήκαμε τα παλιά, - ήμασταν φίλοι απ΄το γυμνάσιο- γελάσαμε και όταν όλα πια τέλειωσαν συμφωνήσαμε να μετρηθούμε σ΄ένα φαρμακείο. Στο δρόμο αλλάξαμε γνώμη. Κατά βάθος κανείς μας - ήμασταν τέσσερεις και σχετικά συνομήλικοι - δεν ήθελε να ξέρει πόσο πιο κοντούς θα μας έβρισκε ο θάνατος.
Το ξημέρωμα μας βρήκε ξαπλωμένους στην παραλία να γελάμε ακόμα μ΄αυτό το ‘’ Όταν πέθανε ήταν δυόμισι πόντους πιο κοντός..’’
- Το κρατούσε σφιχτά στο χέρι του το σημείωμα όταν τον βρήκα……είπε ο Βλαδίμηρος.
- Το έγραψε σε τρίτο πρόσωπο γιατί μάλλον δεν πίστευε οτι είναι αυτός…….
Μαζέψαμε τα τσαλακωμένα σακάκια μας, αγκαλιαστήκαμεκαι χωρίσαμε. Δεν είπαμε πότε θα ξαναβρεθούμε, αν και κατά μια έννοια δεν θα περνούσε πολύς καιρός. Ο Κοσμάς έφερε τον θάνατο στην αυλή μας.
Νίκος Γιαννόπουλος
Αθηνα
19/4/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου