IF MAKING MOVIES IS A CRIME, THEN CRIME IS MY BUSINESSBlogger Templates

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

ιστορια 9η:H ΡΟΥΤΙΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑ

H ΡΟΥΤΙΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑ


Λενε ότι τα μαθηματικά και η φιλοσοφία γεννήθηκαν στην Ελλάδα γιατί οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ανάγει την συζήτηση σε επιστήμη. Aκομα κι όταν ανήκαν σε μια σχολή οι Έλληνες ήταν μεμονωμένοι διανοητές, κοινωνική θέση που εμφανίζεται πρώτη φορά στην Ιστορία. Άτομα που χρησιμοποιούσαν την ελευθερία της σκέψης τους, διατηρούσαν το δικαίωμα να προωθούν τις θέσεις τους, να αναπτύσσουν θεωρίες. Επιφορτίζονταν όμως με την υπεράσπιση τους, ως υπεύθυνοι της πνευματικής τους παραγωγής, απέναντι σε κάθε άνθρωπο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει με τη σειρά του το δικαίωμα της κριτικής, της αμφισβήτησης, του αντίλογου, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Αν είναι αλήθεια όλ’ αυτά τότε το Dacapo είναι ένα σύγχρονο ανοιχτό λαϊκό πανεπιστήμιο. Σε αντίθεση βέβαια με τις περιπατητικές σχολές της αρχαιότητας η σχολή του Dacapo μπορει να χαρακτηριστεί άκρως καθιστική. Στις συζητήσεις παίρνουν μέρος δημοκρατικά όλοι οι θαμώνες του μπαρ, τακτικοί η περαστικοί, άνεργοι η εργαζόμενοι που κάνουν για λίγο σκασιαρχείο απ’ τη δουλειά τους, χασομέρηδες που δεν έχουν πώς να σκοτώσουν την ώρα τους και εργασιομανείς που μεταφέρουν εδώ τα επαγγελματικά ραντεβού τους γιατί το αλκοόλ κάνει τους ενδιαφερόμενους αν όχι πιο χαλαρούς στις διαπραγματεύσεις τουλάχιστον πιο ευχάριστους. Η συζήτηση μπορει να πάρει πολλούς δρόμους. Όλα τα θέματα είναι καλοδεχούμενα, από τα πιο ευτελή μέχρι τα πιο πολύπλοκα και δυσνόητα, ανάλογα με τις διαθέσεις της στιγμής, την επικαιρότητα η τον νταλγκά κάποιου απ’ τους πελάτες. Κι όταν ένα θέμα πέφτει στο τραπέζι όλοι ορμούν διψασμένοι- γιούρια και αέρα- να πουν τις εμπειρίες τους, τα συμπεράσματα και τις βαθυστόχαστες σκέψεις τους, που τις υπερασπίζονται με το πάθος του επαγγελματία πότη, με τον αναρχικό εγωισμό του Έλληνα ξερολα και με κάθε άλλο τρόπο, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Έτσι υπάρχει περίπτωση- πράγμα καθόλου σπάνιο- να σου σβουριξει ο συνομιλητής σου μια στριφογυριστή μπουνιά στο δόξα πατρί και συ να χρειαστεί ν’ απαντήσεις με μια καλοβαλμένη ψηλοκρεμαστή κλωτσιά στ’ αχαμνά, ατράνταχτα επιχειρήματα που μοιράζονται απλόχερα χωρίς καμιά συναισθηματική φόρτιση και εντελώς άσχετα με το αν θα καταλήξετε η όχι μετά να τρωτε αγκαλιά πατσά στην κεντρική αγορά, στην οδό Αθηνάς. Βέβαια όταν η συζήτηση παίρνει τέτοιες λεπτές αποχρώσεις ο Μιλτος παρεμβαίνει δημιουργικά αδειάζοντας τους θερμοκέφαλους στο δρόμο, πάντα χωρίς καμιά παρεξήγηση. Κατά κανόνα όμως όλα διεξάγονται φυσιολογικά και σπάνια δεν καταλήγουν σε κάποιο μονοφραστικό συμπέρασμα ακόμα κι αν αυτό δεν έχει εμφανώς πραχτική εφαρμογή. Το πιο αγαπημένο όμως θέμα όλων είναι οι γυναίκες και τα εξαγόμενα συμπεράσματα δεν είναι συνήθως καθόλου κολακευτικά για το γυναικείο φύλλο αν κι όλοι μοιράζονται αμέριστα την άποψη του λαϊκού βάρδου Ρασουλη:
‘’από τη γυναίκα ούτ’ ένα καλο δεν είδα ,
μα πίστεψε με ειν’ η μόνη μου ελπίδα’’.[1]
Αυτή τη φορά όμως το πράγμα ξεχείλωσε εντελώς. Τους βρήκα να μιλούν για τις γυναίκες σαν να ήταν η Νο 1 κοινωνική απειλή σ’ ολόκληρο το συμπαν.
- Τ’ αφεντικό μου προσέλαβε χτες μια γκόμενα για την ημερήσια βάρδια στο ταξί, παραπονιόταν ο Νώντας ο ταρίφας, όταν μπήκα στο μπαρ. Έτσι τώρα είμαι καταδικασμένος να ζω νύχτα.
- Έχει πιο πολλά τυχερά η νύχτα, σχολίασε πονηρά ο Μακριδης, εκδότης και ιδιοκτήτης ραδιοφώνου λόγου και μπλα, μπλα.
- Οι γκόμενες έχουν χωθεί παντού, διαπίστωσε ο Μιλτος. Εμένα που με βλέπεται είμαι ίσως ο τελευταίος άρρεν μπάρμαν στον πλανήτη, συμπλήρωσε με έμφαση.
- Δείχνουν τις γάμπες τους και τα μπούτια τους και αφήνουν να σέρνονται ένα σωρό υποσχέσεις για τα υπόλοιπα, συνέχισε πικραμένος ο Νωντας. Ενώ οι άντρες; Τι μπορούν να κάνουν οι άντρες;
Πήρα την παγωμένη Serkova που μου σερβιρε ο Μιλτος και χώθηκα στη συζήτηση.
- Φταιν οι γυναίκες;… Εμείς φταιμε που τις προσλαμβάνουμε, τα κορόιδα οι άντρες. Άλλωστε… δεν είναι αλήθεια ότι είναι ικανές γι’ όλα…..ειπε πάλι ο εκδότης.
Η άποψη του δεν στάθηκε αρκετά δημοφιλής. Τον διέκοψαν αραδιάζοντας μια απίθανη λίστα με γυναίκες που κάνουν αντρικά επαγγέλματα. Μιλούσαν όλοι μαζί. Προσπάθησα να τους εξηγήσω πως αυτό θα έπρεπε να μας χαροποιεί γιατί επί χιλιάδες χρόνια το παίζουμε στήριγμα της κοινωνίας και οι κουβαλητές που νοιάζονται για όλα ενώ αυτές εκτός του ότι τα βρίσκουν όλα έτοιμα, ασχολούνται μόνο με τον εαυτό τους.
- Ήρθε η ώρα επιτέλους να τις αφήσουμε να κάνουν κάτι για να μας ανακουφίσουν από την κόπωση τόσων αιώνων ευθύνης κι εργασίας, πρότεινα.
- Τι λες βρε Αμβρόσιε, μου αντιγύρισε ο ταρίφας. Οι κάργες δεν χαμπαρίζουν για την μάπα μας αλλά για τα λεφτά και το κουμάντο. Όπου υπάρχουν αυτά μαζεύονται οι τσούλες σαν τις μύγες. Αν τους τα δώσουμε θα χάσουμε και το καυλί μας.
Να μια ενδιαφέρουσα άποψη από κάποιον που σπουδάζει στο νυχτερινό σχολείο της ζωής. Ο Μιλτος έσπευσε να συμφωνήσει, αν και δεν είχε ούτε λεφτά ούτε εξουσία κι ήταν και παντρεμένος εφτά χρόνια με μια νοικοκυρά. Όταν του το υπενθύμισα μου’ριξε στα μούτρα μια άλλη εξ’ ίσου ενδιαφέρουσα άποψη: ότι ο τζόγος είναι καθημερινός κι ότι δεν πρέπει νάμαι τόσο απαισιόδοξος γιατί κανείς δεν ξέρει τι θα μας ξημερώσει. Η συζήτηση έκλεισε με το πρωτότυπο συμπέρασμα ότι όλες οι γυναίκες είναι κρυπτολεσβίες και ότι οι άνδρες δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό.
Όταν σηκώθηκα να φύγω, μετά την τέταρτη βότκα, το ηθικό όλων ήταν λίγο ψιλότερα. Ο Νωντας έδειχνε έτοιμος να μείνει ξύπνιος για πολλές νύχτες ακόμα αρκεί να μην του εκανε αλκοτέστ η τροχαία σήμερα κι ο Μιλτος δυνάμωσε τη μουσική κι πήρε θέση μάχης να πέσει ηρωικά στην επόμενη συζήτηση που θ’ άρχιζε σε λίγο από τους νέους πελάτες. Παρ’ όλα αυτά, καθως έβαζε στη τσέπη του τα λεφτά μου, με ρώτησε λίγο αμήχανα.
- Αμβρόσιε, λες να’ναι όλες λεσβίες;
- Είναι, του απάντησα, όσο είμαστε κι όλοι εμείς οι άνδρες αδελφές……
- Αν είναι….κατέληξε ο Μιλτος σκεπτικός, λεω, αν είναι… το προτιμώ από το να γυρίσω σπίτι κάνα βράδυ και να την πιάσω με κάνα μαντράχαλο.
Βγαίνοντας πήρε το μάτι μου μια πιτσιρίκα καθισμένη μόνη σ’ ένα τραπέζι στη απομέσα μεριά της βιτρίνας του μπαρ. Δεν ήμουν σίγουρος αν κοίταζε την αφεντιά μου η την κίνηση γενικώς. Αυτό δεν με εμπόδισε όμως να επιστρέψω και να παω να θρονιαστώ στο τραπέζι της.
- Καφέ; ρώτησα με όση γοητεία είχα στις τσέπες μου. Πρόσφατα μου είπαν ότι έφερνα κάπως στον Τζακ Νικολσον.
- Αν είναι να κεράσεις, κέρνα κάτι πιο τονωτικό. Καφέ μόλις ήπια, απάντησε και μου’ριξε ένα θανατηφόρο βλέμμα με τα φωτεινά πράσινα μάτια της. Ύστερα γυρισε το κεφάλι της σαν να μην ήμουν εκεί και βάλθηκε να χαζεύει πάλι τη κίνηση στο δρόμο.
Παράγγειλα δυο βότκες και μέχρι να έρθουν της έριξα μια δεύτερη μάτια. Φαινόταν πιτσιρίκα αλλά δεν ήταν. Πρέπει να κόντευε τα τριάντα. Ήταν διαβολεμένα ωραία κι αν εξαιρέσουμε τα υπέροχα πόδια της, όλα τα υπόλοιπα πάνω της, άφηναν να κυκλοφορούν τριγύρω ένα σωρό υποσχέσεις.
- Μη μου πεις ότι είσαι φοιτήτρια, την ξαναρώτησα.
- Όχι ακριβώς, έχω δυο χρόνια που τελείωσα.
- Δεν σ’ έχω ξαναδεί εδώ γύρω.
- Δεν θα φορούσες τα γυαλιά σου, ειπε παιχνιδιάρικα κι αμέσως διόρθωσε: Πλάκα κάνω.. Μόλις ήρθα από την Γαλλία…δηλ. προχτές…. για δουλειές… Εσύ;
- Εγώ είμαι εδώ από το πρωί… Πλάκα κάνω… Κι εγώ σ’ αυτά τα μέρη φρέσκος είμαι… Για δουλειές. Σήμερα μάλιστα κλείνω οχτώ μήνες. Κάτι σαν γενέθλια, να πούμε…..
- Bien pour toi! ειπε και πριν προλάβω να αντισταθώ μου’σκασε ένα ξεγυρισμένο υγρό φιλί στο στόμα, απ’ αυτά που σε κάνουν να νοσταλγείς ερημικές παραλίες και τεράστια αφρισμένα κύματα.
Σιγά να μην αντιστεκόμουν. Η μαγκιά μου πήγε περίπατο. Σκέφτηκα ότι κάτι τέτοια μόνο στο σινεμά και στα κόμικς συμβαίνουν. Ο Μιλτος, που έφτασε ακριβώς εκείνη τη στιγμή, λίγο έλειψε να ρίξει τις βότκες πάνω μας. Προσπαθώντας να διατηρήσει την ισορροπία του εκανε κάτι σαν χορευτική φιγούρα και τελικά κατάφερε να ακουμπήσει τα ποτήρια με το περιεχόμενο τους στο τραπέζι μας χωρίς να συμβεί ατύχημα. Πήρε το δρόμο του γυρισμού μ’ ένα θαυμαστικό να του θολώνει το βλέμμα.
- Χάρηκα που σε γνώρισα, μου ειπε η μικρή και τσούγκρισε το ποτήρι της στο δικό μου. Πίνω στην υγειά σου, συμπλήρωσε και κατέβασε τη βότκα μονορούφι. Μετά σηκώθηκε απλώνοντας το χέρι της γι’ αποχαιρετισμό. Όταν της το έσφιξα, κράτησε το χέρι μου και με κάρφωσε με τα απίθανα μάτια της μέχρι που σχεδόν κοκκίνισα. Σα χαμένος, το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω ήταν:
- Εεε…..Αμβρόσιος….
- Έλενα, απάντησε αυτή χαμογελώντας, απολαμβάνοντας προφανώς τη σαστιμάρα μου.
Εκείνη τη στιγμή στα μάτια της θα’πρεπε να φέρνω του Νταφυ Ντακ. Για μένα όμως ήταν το πιο υπέροχο άκουσμα της βραδιάς. Έφυγε αφήνοντας πίσω της ανάλαφρα χνάρια γυναικείου αρωματισμένου μεθυσιού.κι ούτε που πρόλαβα να τη ρωτήσω που θα μπορούσα να τη ξαναβρώ. Αν ήθελε φυσικά. Έτσι όμως που μ’ άδειασε μάλλον δεν ήθελε. Λίγο η βότκα, λίγο το φιλί, λίγο η ζήλια για τα βλέμματα των άλλων που παρακολούθησαν το κομψό κούνημα των γοφών της, έκαναν το Dacapo να περιστρέφεται γύρω απ’ το κεφάλι μου όπως η ουρά γύρω απ’ το σκύλο. Κατά τα άλλα δεν θυμάμαι ούτε πως γύρισα στο γραφείο, ούτε ποιος με κουβάλησε, ούτε αν τελείωσα τη βότκα μου η αν πήγε στράφι τελικά. Ούτε τι ονειρεύτηκα θυμάμαι, παρόλο που ξύπνησα πρωί- στις εννιά, πρωί είναι για μένα, δεν είμαι δα και ανθρακωρύχος- μ’ ένα μεγάλο υγρό λεκέ στο πάλαι ποτέ λευκό και νυν γκρι σώβρακο μου. Η διάθεση μου ήταν εξαιρετική.

Τις επόμενες τέσσερις μέρες το στομάχι μου γουργούριζε από μοναξιά. Κατασκήνωσα στο Dacapo κι έπλεα έρμαιο σαν καγιακ σ’ ένα ποταμό από βότκα που με πήγαινε κατευθείαν στον καταρράχτη με τους μπελάδες. Έπιανα βάρδια στις 5 το απόγευμα και μπεκρούλιαζα μέχρι το πρωί. Ήμουν τόσο ευσυνείδητα συνεπής που ο θαυμασμός της παρέας άρχισε να γίνεται οίκτος και τα υπονοούμενα έπεφταν βροχή. Είχα γίνει και το θέμα και το θέαμα της εβδομάδας αλλά η γκόμενα δεν έλεγε να εμφανιστεί. Την Κυριακή δεν πήγα. Αγόρασα ένα μπουκάλι βότκα και άραξα στο γραφείο. Ο καιρός ήταν καλός και άνοιξα το παράθυρο. Στην απέναντι πολυκατοικία έβλεπαν τη ‘’Λάμψη’’ στη διαπασών. Αρ. επεισοδίου 2 346.
Ένας αφελής πρίγκιπας, ονόματι Ξαβιέ Β’, ήθελε να παντρευτεί μια πρώην ναρκομανή, αλλά νυν καλόκαρδη και ξανθιά Μαγδαληνή. Ο ξαφνικός θάνατος όμως του πατέρα του από τους μισητούς επαναστάτες τον ανάγκασε να αναβάλει το γάμο για κάποιο από τα επόμενα 300 επεισόδια. Η ξανθιά, που όμως δεν την έλεγαν Μαγδαληνή αλλά Μπιάνκα, έδειξε την απαιτούμενη κατανόηση που της υπαγόρευε ο αμοιβαίος έρωτας της και η επιταγή των 100 000 δολαρίων, που έλαβε σαν δώρο από τον παρακοιμώμενο του διαδόχου, που αναχώρησε εσπευσμένα να καταλάβει το κενό θρόνο.
Είναι απίστευτο πια τι βλέπει κανείς στην τηλεόραση. Μοιάζει με τζακουζι βλακείας. Βέβαια βοηθά να περνάει η ώρα κι εγώ αυτή τη φορά το είχα πολύ ανάγκη. Το επόμενο αριστούργημα ήταν ‘’Οι άνδρες με τα όλα τους’’ σε παιδική έκδοση. Επρόκειτο για μια στιγμή μοναδικής, για τον σύγχρονο πολιτισμό, έμπνευσης του μέγα Μικρούτσικου. Την ώρα που μια πιτσιρίκα ρωτούσε έναν σπυριάρη μπόμπιρα τι γνώμη είχε για το φιλί- χτύπησε το τηλέφωνο μου. Αναγκάστηκα να το σηκώσω κι έχασα έτσι την απάντηση.
- Αμβρόσιος Σακάδας , λέγεται…..
- Που είσαι, ρε, ρώτησε μια φωνή με συγκρατημένο συνωμοτικό τόνο. Ήρθε…
- …………………..
- Ο Μιλτος είμαι…Αμβρόσιε μ’ ακούς; Το πρόσωπο μόλις ήρθε σου λεω, πρόσθεσε κι έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο.
Αν πηδούσα απ’ το παράθυρο δεν θα’ φτανα πιο γρήγορα στο Dacapo. Ήταν καθισμένη στο ίδιο τραπέζι κι έπινε καφέ. Έκατσα δίπλα της χωρίς να πω τίποτα, σαν αδέσποτο δαρμένο σκυλί. Στο μαγαζί επικρατούσε μια ύποπτη ησυχία. Ήξερα ότι όλοι είχαν το νου τους σε μας αν κι υποκρίνονταν το αντίθετο.
- Πως παει; με ρώτησε με το γνωστό θανατηφόρο βλέμμα.
- Πώς να παει…ρουτίνα, απάντησα εγώ.
- Η ρουτίνα είναι έγκλημα, μου ειπε χωρίς καθόλου σκέψη.
- Ενώ το έγκλημα δεν είναι ρουτίνα;
Στην άθλια κατάσταση που ήμουνα, ακόμα κι εγώ απόρησα για την ετοιμότητα μου. Γυρισε και με κοιταξε για πρώτη φορά με ενδιαφέρον. Ρούφηξε το καφέ της χωρίς βιασύνη και συνέχισε.
- Στο έγκλημα δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνεται η κλοπή, εκτός κι αν το θύμα είναι ο περιπτεράς της γωνίας….
Πήρα μια βαθιά αναπνοή ανακούφισης. Κάτι κολλητικό φαίνεται να υπήρχε στον αέρα του Dacapo κι αυτό ήταν….. Δεν αισθανόμουν πια άβολα. Ξανάγινα αυτό το κάτι από Τζακ Νικολσον. Μόλις βρέθηκε ένα κανάλι επικοινωνίας. Η απάντηση ήρθε σαν να την είχα έτοιμη. Μάλιστα μου φάνηκε ότι την περίμενα αυτή την συζήτηση.
- Θα εννοείς προφανώς ότι η κλοπή είναι ένας άλλος τρόπος ανακατανομής του πλούτου. Τέτοιες μαλακίες λέγαμε κι εμείς το ’70, όταν το μοναδικό όνειρο που είχαμε ήταν η κοινωνία ισότητας που θα φέρει η αναπόφευκτη επανάσταση,…. αλλά και πιο πριν, όταν στις αλάνες παίζαμε τον Ρομπέν των Δασών η τον λήσταρχο Νταβέλη, σχολίασα επιθετικά.
Με κοιταξε στα μάτια μ’ ένα χαμόγελο που δήλωνε φανερά ότι το διασκέδαζε.
- Εσύ δεν έκλεψες ποτέ Αμβρόσιε; με προκάλεσε.
- Οι Κινέζοι λενε ‘’αν είναι να κάνεις κάποιο κακό, κάντο μεγάλο’’
- Είδες; Στην ουσία λεμε το ίδιο πράγμα. Λεμε ναι στον Αρσέν Λουπεν, στο Φαντομά, στη μεγάλη ληστεία του τραίνου, στη κλοπή των θυρίδων του υποκαταστήματος της Πίστεως από τους τύπους που άνοιξαν το τούνελ και όχι στο Τζακ τον Αντεροβγάλτη κι στις άλλες τέτοιες παρανοϊκές αηδίες.
- Δεν έχεις και πολύ άδικο, απάντησα. Αλλά πως κι ανοίξαμε μια τέτοια συζήτηση;
- Μπαρ δεν είναι; Στα μπαρ μπορείς να μιλάς για οτιδήποτε και με οποιονδήποτε. Εσύ πρέπει να το ξέρεις καλά αυτό, ειπε και έπιασε δουλειά πάνω μου, με τολμηρότερες σωματικές επαφές απ’ ότι επιτρέπει ο νόμος σε δημόσια μέρη.
Λες και περίμενε την κατάλληλη ατάκα για να παίξει το ρόλο του, ο Μιλτος εμφανίστηκε από το πουθενά κι άφησε δυο διπλές βότκες στο τραπέζι μας.
- Αυτά τα κερνάει το μαγαζί, ειπε με στόμφο κι αποσύρθηκε διακριτικά στο πάγκο του.
Αυτό μου άρεσε στο Μίλτο. Ήταν ένας μπάρμαν που διατηρούσε ακόμα ρομαντικές αντιλήψεις. Η Έλενα κρατούσε το χέρι μου κι εγώ άρχισα να φαντασιώνω διάφορα. Ρούφηξα τη βότκα μου έχοντας απόλυτη επίγνωση ότι ρίχνω λάδι στη φωτιά.
- Έχεις αυτοκίνητο Αμβρόσιε; με ρώτησε ξαφνικά.
- Έχω είπα , και της έδειξα το Honda civic.Μοντέλο του ’75.
- Μοιάζετε, ειπε τρυφερά. Θα μπορούσες να το βαφτίσεις Χουντινι. Η ύπαρξη τέτοιων μοντέλων συνιστούν ένα θαύμα.
Ίσως να έπρεπε να προσβληθώ αλλά δεν το είχα σκοπό.
- Μένω απέναντι, είπα.
Ήταν η τελευταία φράση που ανταλλάξαμε. Η υπόλοιπη νύχτα πέρασε χωρίς πολλά λόγια αλλά μ’ εκείνη την γλύκα που φέρνει στη ζωή μας το αναπάντεχο. Κοιμηθήκαμε όταν ο ήλιος για πρώτη φορά ξεπρόβαλε χαμογελαστός ανάμεσα από τις βρώμικες πολυκατοικίες αυτής της άθλιας πόλης. Αρνούμαι να καταθέσω άλλες λεπτομέρειες για το τι ακριβώς συνέβη μεταξύ μας εκείνο το βράδυ. Δεν μπορώ όμως να κρύψω το αυτονόητο. Ήμουν ερωτευμένος με μια παντελώς άγνωστη που είχε την ηλικία της κόρης μου- αν είχα κόρη- και το όνομα της μπορει να μην ήταν καν Έλενα.

Το μεσημέρι της Δευτέρας, όταν ξύπνησα, η Έλενα ήταν άφαντη. Το κορμί μου ήταν μουδιασμένο και το κεφάλι μου σχιζόταν στα δυο από τον πιο ηδονικό πόνο. Κοίταξα γύρω αλλά με μεγάλη απογοήτευση διαπίστωσα ότι δεν άφησε κάποιο σημείωμα η έστω κάποιο άλλο ίχνος που να λεει….κάτι ρε φίλε, οτιδήποτε. Μπήκα στο μπάνιο να ξυριστώ και όταν πασάλειψα το πρόσωπο μου με μια σαπουνάδα της κακιάς ώρας χτύπησε το κωλοτηλέφωνο. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως ήταν δυνατόν να χτυπάει κάθε φορά που είχα κάτι να κάνω. Το άρπαξα εκνευρισμένος:
- ……….., πήγα κάτι να πω αλλά οι σαπουνάδα μπήκε στο στόμα μου. Σκουπίστηκα με την ανάστροφη του χεριού μου.
- Έλα, ακούστηκε ο συνομιλητής μου.
- Έλα, τι έλα; είπα συγχυσμένος.
- Έλα Αμβρόσιε, εγώ είμαι, ο Νωντας. Έχεις δουλειά; Θέλω να σου μιλήσω…Είναι πολύ σοβαρό….Να ‘ρθω; Σε παίρνω από το Dacapo…..Έρχομαι, ειπε και χωρίς να περιμένει απάντηση το ‘κλεισε.
Μερικοί άνθρωποι είναι για τα πανηγύρια. Ο μαλάκας ο ταρίφας μ’ εκανε τουρμπο. Δεν γουστάρω τέτοια τηλεφωνήματα. Ξαναγύρισα στο μπάνιο και σκουπίστηκα με μια πετσέτα. Ύστερα άνοιξα την πόρτα και ο Νωντας ήταν κιόλας εκεί με το χέρι του μετέωρο, μια και δεν πρόλαβε να χτυπήσει το κουδούνι. Έμοιαζε να’χει ανέβει με τα πόδια απ’ τις σκάλες αλλά τελικά ο καημός του ήταν πολύ μεγαλύτερος.
- Αμβρόσιε, μου κλέψαν το αυτοκίνητο.
- Πιο αυτοκινητo, το ταξί; τον ρώτησα.
Δεν ήμουν πια θυμωμένος, ενώ αυτός ήταν για κλάματα.
- Όχι ρε το ταξί. Το Ford escort. To πάρκαρα χτες σ’ ένα δρομάκι πίσω από το Intercontinental, γιατί εκεί κάνουμε σκάντζα το ταξί, και το πρωί που πήγα να το πάρω δεν ήταν πουθενά. Μου το κλέψαν.
Έκατσε αποκαμωμένος στο καναπέ και με κοίταζε σαν δαρμένο σκυλί. Μόνο που εγώ δεν ήμουν ο αφέντης του.
- Μάλιστα, είπα κι ήταν το καλύτερο που βρήκα να πω.
- Τι μάλιστα βρε Αμβρόσιε….Ακόμα χρωστάω τις δόσεις….Πόσα θες για να το βρεις; Πήγα στην αστυνομία και μου είπαν ότι αν δεν βρεθεί σε 24ρεις ώρες πιθανόν να μη βρεθεί ποτέ. Μάλλον το πήραν τίποτα σκατοαλβανοί και τ’ αυτοκίνητο μπορει να είναι τώρα στα Τίρανα….
- Κι εγώ τι είμαι ρε Νώντα, ο έλληνας πρόξενος; είπα και κάθισα στο γραφείο απέναντι του.
- Φαντάστηκα πως κάτι μπορει να….κάποια καλή ιδέα…έχεις πείρα εσύ…κάτι ξέρεις από πιάτσα…ένα τηλέφωνο στον κατάλληλο άνθρωπο…
- Νωντα βούλωστο, ούρλιαξα εγώ. Βγάλε για λίγο το σκασμό γιατί μου ‘χεις σπάσει τα νεύρα.
Ο Νωντας ψαρωσε και η σιωπή επέτρεψε στραπατσαρισμένη στο κονάκι μου αλλά μόνο για λίγα δευτερόλεπτα.
- Ξέρεις είδα και τη δικιά σου,…τη τύπισσα….αυτή ρε που τραβιέσαι εδώ και κάτι λίγο….
- Που την είδες ρε Νωντα, τον ρώτησα καρδιοχτυπώντας.
- Στο ξενοδοχείο. Ήταν δεν ήταν δώδεκα. Γύρισα να κοιτάξω για το escort. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι μου το πήραν. Έλεγα μήπως κάνω λάθος…ξέρεις εσύ…καμιά φορά…Τρόμαξα να τη γνωρίσω. Στεκόταν στην είσοδο και περίμενε…αγνώριστη σου λεω..θεοκόμματος….
Σηκώθηκα και τον τράβηξα απ’ το σακάκι. Τον έσπρωξα έξω και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Ο ταρίφας δεν καταλάβαινε τι γίνεται κι ήταν στη διαμαρτυρία,’’Που παμε’’.Τι θα γίνει με τo escort ’’, ‘’Πες κάτι ρε Αμβρόσιε’’ κι άλλα τέτοια. Μισή ώρα αργότερα την είχαμε στήσει έξω από το Intercontinental και περιμέναμε. Ο Νωντας δεν έβγαζε άχνα αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Το ρολόι μου έδειχνε τρεις όταν τον έστειλα στο περίπτερο να πάρει τσιγάρα. Μια μαύρη λιμουζίνα σταμάτησε στην είσοδο και ένα κορόιδο με στολή και καπέλο άνοιξε την πίσω πόρτα. Από μέσα βγήκε η Έλενα. Ήταν όντως αγνώριστη με το ξωπλατο φόρεμα, τις τακουναρες και το γουναρικό. Τα μαλλιά της όμως ήταν μακριά και λίγο αν χάζευα ούτε που θα τη γνώριζα. Γκόμενα άνευ προηγουμένου. Λαμπερή, λυγερή και αισθησιακή. Καθως την έβλεπα να μπαίνει στο ξενοδοχείο είχα την έντονη επιθυμία να τρέξω και να την αρπάξω. Αλλά παλουκώθηκα εκεί που ήμουν. Ευτυχώς ο Νωντας αγόρασε δυο πακέτα γιατί όταν η Έλενα ξαναεμφανίστηκε η ώρα ήταν περασμένες οχτώ. Δυο λεπτά μετά εκανε την εμφάνιση της η ιδια λιμουζίνα. Και το ίδιο κορόιδο της άνοιξε την πίσω πόρτα για να μπει. Την πήραμε από πίσω. Το Honda έμοιαζε μικροσκοπικό μπροστά στην αυτοκινηταρα που ακολουθούσαμε κι αυτό εκανε την παρακολούθηση ακόμα πιο εύκολη. Η λιμουζίνα την άφησε Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, γωνία. Ύστερα εκανε τον κύκλο από Σταδίου και πάρκαρε στη πιάτσα, Βουκουρεστίου χαμηλά. Εμείς ήταν αδύνατο να βρούμε να παρκάρουμε και μετά από δυο γύρους από Σίνα, Ακαδημίας και Β. Όλγας βάλαμε πλώρη πάλι για το Intercontinental. Μια ώρα μετά η λιμουζίνα την άφηνε πάλι μπροστά στο ξενοδοχείο.
- Θα μου εξηγήσεις τι στο διάολο κάνουμε, με ρώτησε κλαψουρίζοντας ο Νωντας.
Απορώ πως έμεινε σιωπηλός τόση ώρα.
- Δεν ξέρω ακριβώς αλλά κάτι δεν παει καλά.
- Κι αυτό έχει σχέση με το escort; ρώτησε πάλι ο Νωντας.
- Δεν νομίζω, έκανα εγώ.
- Τότε εμένα τι με τραβολογάς; Νόμιζα ότι κάτι θα κάναμε για το ……
- Βγάλε για λίγο απ’ το μυαλό σου το γαμημένο το σαράβαλο, τον μάλωσα. Σε θέλω εδώ μαζί μου να κανείς το κυνηγόσκυλο. Μπορείς να πάρεις άδεια γ’ απόψε;
Ο ταρίφας με κοιταξε όλος παράπονο. Ύστερα ειπε δειλά.
- Θα με αφήσεις να οδηγήσω εγώ;…. Για να κάνω κάτι…γιατί εσύ δε λες και πολλά…. Exω άδεια γι’ απόψε…. Είπα στ’ αφεντικό μου ότι ψάχνω το escort.
Άφησα τον ταρίφα στο Χουντινι και έκατσα στο καφέ του ισογείου με τα μάτια καρφωμένα στη reception. Κατά τις έντεκα, η Έλενα έσκασε μύτη από το γυάλινο ασανσέρ. Αυτή τη φορά φορούσε ένα δερμάτινο τζάκετ κι ένα κολλάν με ίσια παπούτσια. Όλα μαύρα. Έσερνε μια κομψή μικρή βαλίτσα με ρόδες σαν αυτές των αεροσυνοδών και τα μαλλιά της ήταν πάλι κοντά. Από μακριά έμοιαζε με έφηβο. Ήταν η Έλενα που ήξερα. Πήρε το δρόμο για τη πίσω πόρτα. Ήμουν σίγουρος ότι παει στο παρκιγκ. Έτρεξα έξω και με τον ταρίφα στο τιμόνι κάναμε το γύρω του τετραγώνου. Κοιτάζαμε στην έξοδο του παρκιγκ όταν ο Νωντας έμπηξε μια φωνή.
- Αμβρόσιε το escort….. Εκεί, εκεί, μου έδειχνε απέναντι και πιο κάτω.
Πεταχτήκαμε έξω και τρέξαμε προς την κατεύθυνση του Νωντα. Δίπλα στο Ford, απ’ τη μεριά του πεζοδρομίου, ήταν πεσμένη μια κουκούλα μπεζ και η Έλενα μας κοίταζε αποσβολωμένη μ’ ένα μάτσο αντικλείδια στο χέρι. Ίσα που πρόλαβα ν’ αρπάξω τον Νωντα που ήθελε να της σπάσει το κεφάλι. Όσο για μένα, ήμουν έτοιμος να τη ρωτήσω ………αλλά παραδόξως ήξερα την απάντηση πριν προλάβει να την ξεστομίσει. Κάτι του τύπου ‘’ και τι περιμένεις τώρα να σου πω’’. Εγώ παρόλα αυτά ήμουν πρόθυμος να τη συγχωρήσω- στο κάτω-κάτω ο Νωντας βρήκε τ’ αυτοκίνητο του- αλλά η Έλενα γυρισε και το έβαλε στα πόδια. Πριν καν προλάβουμε να κουνηθούμε την είδαμε- λίγα μέτρα πιο κάτω- να πέφτει στην αγκαλιά του υπαστυνόμου Ελπι. Την πάσαρε σε δυο άλλους με πολιτικά που της πέρασαν χειροπέδες κι αυτός ήρθε αργά χαμογελώντας προς το μέρος μας.
- Θα’θελα να ξέρω που διάολο ψαρεύεις τους πελάτες σου Αμβρόσιε, ειπε όταν έφτασε κοντά.
- Αυτός ειν’ ο πελάτης μου, απάντησα πικαρισμένος κι έδειξα τον ταρίφα.
- Και τι δουλειά έχετε εδώ; ρώτησε πάλι ο Ελπις.
- Τίποτα, ήμασταν περαστικοί, δήλωσα γρήγορα εγώ για να προλάβω μην τυχόν και κάνει καμιά γκάφα ο ταρίφας.
- Ασφαλώς, ειπε ειρωνικά ο Ελπις. Περαστικοί από τις τρεις το μεσημέρι. Σας κάναμε όλη μέρα χάζι και σπάγαμε πλάκα.
Γέλασε με το πάσο του. Μουγκα εμείς.
- Αμβρόσιε, τώρα έχω δουλειά…. Θα τα πούμε άλλη φορά… Κανονικά θα ‘πρεπε να σας τσουβαλιάσω αλλά σχεδόν ξέρω τι θα μας πείτε. Ας μη χάσουμε λοιπόν τον πολύτιμο χρόνο μας. Στο επανεξαναδειν….
Απομακρύνθηκε αργά. Μπήκε σ’ ένα μπατσαδικο χωρίς διακριτικά και χάθηκε προς Συγγρού μεριά. Ο ταρίφας κι εγώ παρκάραμε το Χουντινι έξω απ’ το Dacapo. Στο δρόμο συμφωνήσαμε να μην το κουβεντιάσουμε το πράγμα με τους άλλους. Ο Νωντας όμως ήταν ενθουσιασμένος και κέρναγε όλο το βράδυ λέγοντας κάθε τόσο πόσο καλός ντετέκτιβ ήμουνα που του βρήκα το escort. Ο οίκτος ξανάγινε θαυμασμός κι εγώ μούσκευα τη δόξα μου στην κερασμένη βότκα μέχρι τελικής πτώσης. Κατά τα άλλα δεν θυμάμαι ούτε πως γύρισα στο γραφείο, ούτε ποιος με κουβάλησε. Ούτε τι ονειρεύτηκα θυμάμαι, παρόλο που δεν ξύπνησα πρωί – ήταν περασμένες δυο- και μ’ ένα σκοτεινό λεκέ να μουντζουρώνει τη διάθεση μου. Αισθανόμουν απαίσια.

Ένα γρήγορο ντους, ένα βιαστικό ξύρισμα και βγήκα για εφημερίδες. Στη δεύτερη σελίδα έγραφε για την Έλενα. Δεν την έλεγαν Έλενα, αλλά Χρυσή. Η αστυνομία την καταζητούσε σε 4ρεις χώρες. Επρόκειτο για απατεώνα ολκής. Το κόλπο στην Αθήνα ήταν απίστευτο. ‘’Διάλεξε σ’ ένα από τα κεντρικά κοσμηματοπωλεία ένα ακριβό κολιέ και ζήτησε να της το παραδώσουν στο ιατρείο του άντρα της. Ύστερα έκλεισε ένα ραντεβού μ’ ένα γνωστό αθηναίο ψυχίατρο- δε λεμε ονόματα, έχει ιατρείο στη Βουκουρεστίου- με το πρόσχημα ότι ο άντρας της- κοσμηματοπώλης- έχει το βίτσιο να πουλάει κοσμήματα στους φίλους και γνωστούς της και δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Ο ψυχίατρος συνηθισμένος να ακούει οτιδήποτε της ζήτησε να έρθει στις οχτώ αλλά αυτή επέμενε για τις εννιά.. Έπειτα ειδοποίησε να της στείλουν το κολιέ στις εννέα παρά τέταρτο και πήγε στο ιατρείο στις οχτώμιση. Η γραμματέας έλειπε και ο γιατρός ήταν με άλλο πελάτη. Ο κοσμηματοπώλης έκλεισε και πήγε να παραδώσει ο ίδιος το ακριβό κολιέ. Η γκόμενα του ζήτησε να το φορέσει εξηγώντας του ότι θέλει να κάνει έκπληξη στον άντρα της. Ύστερα ζήτησε συγνώμη και μπήκε στην τουαλέτα να φρεσκαριστεί. Ο γιατρός τέλειωσε με τον προηγούμενο πελάτη και κάλεσε στο ιατρείο του τον κοσμηματοπώλη. Η απατεωνισα το έσκασε και μέχρι να βρούνε άκρη οι δυο σύζυγοι και να ειδοποιήσουν την αστυνομία πέρασε τουλάχιστον μισή ώρα.’’
Στο μεταξύ η Χρυσή γυρισε στο ξενοδοχείο και αφού άλλαξε πήγε να το σκάσει με το αυτοκίνητο του Νωντα. Δεν του το έκλεψε. Το σκέπασε απλά με μια κουκούλα και το ζώο ο ταρίφας έψαξε όλη τη γειτονιά αλλά ούτε που του πέρασε απ’ το μυαλό ότι το αυτοκίνητο του ήταν εκεί σκεπασμένο. Γιατί το αυτοκίνητο του Νωντα; Καθαρή σύμπτωση. Όλα αυτά δεν υπήρχαν στη εφημερίδα γιατί δεν τα γνώριζε ούτε η αστυνομία. Όσο για το πώς την τσάκωσαν, πρέπει μάλλον να ήταν καρφωτή από κάποιο παλιό συνεργάτη που πιθανόν να τον έριξε στη μοιρασιά.
Πέταξα την εφημερίδα στο μπάγκο του Μίλτου και όλοι συμφωνήσαμε ότι οι γυναίκες είναι ικανές για όλα και γι’ αυτό οι άνδρες το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι ν’ αγρυπνούν.

Με τα λεφτά που μου έδωσε δώρο ο Νωντας πλήρωσα όλα τα χρέη μου, συμπεριλαμβανομένων και των καθυστερημένων ενοικίων, και μου ‘μειναν μόνο κάτι λίγα να κεράσω τη παρέα. Ο Μιλτος όμως το θεώρησε επιτυχία του μπαρ και τους κέρασε όλους εκ μέρους μου χωρίς να μου πάρει λεφτά. Serkova σ’ όλους. Ήμουν πλέον ο VIP του ‘’Dacapo’’.

‘’ H γνωστή απατεώνας Χρυσή δραπέτευσε από το αυτοκίνητο που την μετέφερε στις φυλακές, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση. Βρήκαν τον αστυφύλακα δεμένο με τις χειροπέδες της κι αναίσθητο στο πίσω μέρος του φορτηγού. Πρέπει να σας υπενθυμίσουμε ότι ενώ συνελήφθη για την κλοπή ενός πανάκριβου κολιέ, το κολιέ δεν ανεβρεθεί ’’
Αυτό δεν ήταν ονειρο αλλά μια είδηση στα ψηλά στο αστυνομικό δελτίο της εφημερίδας, την επομένη. Εικάζουν πως υπήρξε εξωτερική βοήθεια άλλ’ αυτό άμα θέλουμε το πιστεύουμε. Πάντως για καλο και για κακό έριξα μια ματιά απ’ το παράθυρο να δω αν ήταν το Χουντινι από κάτω, αν και δεν ήταν εύκολο να παει κανείς μακριά με δαύτο. Ύστερα την έπεσα για ύπνο αγκαλιά με τη μεθυσμένη επιθυμία να μου καταβροχθίζει τα σωθικά, αφήνοντας ξεκλείδωτη την πόρτα του γραφείου μου. Δεν ξέρεις καμιά φορά.
[1] LP: ‘’Η εκδίκηση της γυφτιάς’’

Δεν υπάρχουν σχόλια: